Καθισμένος
στην πλώρη της «Σκιάς», της
καραβέλας μου, τραβάω μια τελευταία τζούρα απ’ το τσιγάρο κι ολόκληρη την
πρωινή αλμύρα. Πέρα στην ιχθυόσκαλα οι φωνές έχουν ζωηρέψει, στο λιμάνι άραξαν
τα επιβατηγά πλοία ενώ στο καρνάγιο φάνηκε ο πρώτος εργάτης. Οι ξενύχτηδες
χαθήκαν σα σκιές μόλις έσβησαν τα φώτα της παραλιακής. Το ξημέρωμα υπόσχεται
μια ηλιόλουστη Δευτέρα. Σε λίγο θα φανεί ο γερο Διαμαντής, θα πάρει τη μικρή
του βάρκα απ’ το καρνάγιο, θ’ ανταλλάξει δυο κουβέντες με τον εργάτη (ο ίδιος
πάντα φτάνει πρώτος) και θα ’ρθει στο καράβι. Θα αράξει στην πρύμνη, θ’ ανοίξει
το τρανζιστοράκι του και μέχρι το μεσημέρι που ξυπνάω θα ψαρεύει στα νερά του
λιμανιού και των αναμνήσεων του. Διαβασμένος άνθρωπος, σοφός. Κάποια φορά έτσι
καθώς μιλούσαμε για την κατάσταση που έχει περιέλθει η πόλη κι η χώρα ολόκληρη,
για την ακρίβεια μιλούσα, εκείνος άκουγε σιωπηλός, έτσι καθώς λοιπόν μιλούσα κι
έδειχνα πολύ προβληματισμένος, άνοιξε το μαύρο σακ βουαγιάζ του κι έβγαλε ένα
σκούρο κόκκινο βιβλίο. Πέρα από το τρανζιστοράκι και τα ψαρικά, την πίπα και
τον καπνό, το κολατσό του (ψωμί, τυρί, ελιές κι ένα ποτηράκι κρασί), πάντα
κρατούσε κι ένα βιβλίο.
- Διάβασε! μου
είπε προστακτικά και μου το έδωσε κρατώντας το ανοιχτό. «Δυνατά»! συνέχισε στον
ίδιο τόνο.
Υπάκουσα κι άρχισα
να διαβάζω:
«Γιατί άλλοτε, όλα πήγαιναν τόσο καλά και
σήμερα πηγαίνουν τόσο άσχημα; πρώτα πρώτα, γιατί ο λαός, που άλλοτε ήταν τόσο
δραστήριος, ήταν ο αφέντης των πολιτικών αντρών, απολάμβανε όλα τα κυριαρχικά
δικαιώματα και κάθε πολίτης θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχή, αν καταγόταν απ' το
λαό. Αντίθετα, σήμερα, εκείνοι που κυριαρχούν είναι οι πολιτικοί άντρες. Τα
πάντα κατευθύνονται απ' αυτούς, ενώ εσείς -ο λαός- διαλυμένοι και στερημένοι
από τις περιουσίες σας και τους συμμάχους σας, έχετε μετατραπεί σε υπηρέτες,
δεν είστε παρά διακοσμητικοί πολίτες, πολύ ευχαριστημένοι αν σας δίνουν τα
θεωρικά, αν οι ιθύνοντες οργανώσουν για σας καμιά θρησκευτική γιορτή. Και
τέλος, απαράμιλλο πολιτικό θάρρος! τους χρωστάτε και χάρη γιατί σας δίνουν αυτό
που ήταν δικό σας. Αυτοί όμως, αρχίζουν να σας στοιβάζουν στην πόλη και σας
αναγκάζουν να γίνετε το θήραμα που θα εξημερώσουν. Στην πραγματικότητα, νομίζω
πως δεν μπορεί να νιώθει κανείς πολύ περήφανος, όταν ενεργεί με μικρότητα και
ευτέλεια. Τα αισθήματα των ανθρώπων ανταποκρίνονται στις συνήθειες τους.»
Σήκωσα το κεφάλι, τον κοίταξα, μα
πριν προλάβω να μιλήσω μου έδειξε με το χέρι στο βιβλίο.
-Συνέχισε!
«Να, λοιπόν, σε ποιο σημείο φτάσαμε! Και υπεκφεύγουμε, λοξοκοιτάζουμε
το γείτονα, δυσπιστούμε ο ένας στον άλλο και όχι σε εκείνον που κάνει κακό σε όλους
μας. Ποια, όμως είναι η αιτία όλων αυτών; Γιατί πρέπει να υπάρχει μια αιτία που
οι Έλληνες ενώ άλλοτε αγαπούσαν τόσο την ελευθερία, είναι σήμερα τόσο έτοιμοι
για τη σκλαβιά. Αυτό συμβαίνει γιατί άλλοτε υπήρχε στην καρδιά όλων σχεδόν κάτι
που δεν υπάρχει πια, κάτι που αποδείχθηκε ανώτερο από το περσικό χρυσάφι, κάτι
που εξασφάλισε την ελευθερία της Ελλάδας, κάτι που δεν ηττήθηκε ούτε σε στεριά
ούτε σε θάλασσα. Και ακριβώς επειδή αυτό το κάτι χάθηκε, όλα έχουν πια ανατραπεί.
Τι ήταν λοιπόν αυτό το κάτι; Τίποτα πολύπλοκο, ούτε πολύ σοφό. Ήταν μόνο το
γενικό μίσος εναντίον όσων δωροδοκούνταν
από κείνους που ήθελαν να κυριεύσουν την Ελλάδα. Στον ένοχο επιβαλλόταν η
βαρύτερη ποινή, χωρίς αναστολή ούτε χάρη… Τότε, δεν εξαγοράζονταν οι ρήτορες
και οι στρατηγοί, ούτε και η ομόνοια ανάμεσα στους πολίτες, ούτε η δυσπιστία
προς τους τυράννους και τους βαρβάρους, ούτε τίποτα παρόμοιο. Σήμερα, όλα
πουλιούνται όπως στην αγορά. Σε αντάλλαγμα εισήγαγαν αυτό που κατέστρεψε την
Ελλάδα. Τι είναι αυτό; Το ότι ζηλεύουν αυτόν που δωροδοκήθηκε, κοροϊδεύουν
εκείνον που το ομολογεί, συγχωρούν αυτούς που το αδίκημα τους έχει αποδειχθεί,
μισούν όσους τους μέμφονται. Είναι καθετί που συνοδεύει τη δωροδοκία. Σήμερα διαθέτουμε
πολύ περισσότερο από άλλοτε τριήρεις, πληθυσμό, χρήματα, όλα τα άλλα αγαθά σε αφθονία,
όσα απαρτίζουν τη δύναμη ενός κράτους. Όλα αυτά όμως έχουν γίνει άχρηστα, περιττά,
αντιπαραγωγικά εξαιτίας αυτών που τα καπηλεύονται.» *
Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα.
Εκείνος τέντωσε το κορμί του καθισμένος αντικριστά μου σ’ ένα σκαμνί και καρφώνοντας το βλέμμα πάνω
μου άρχισε να ρουφά την πίπα του….