Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

η γάτα και το ποντίκι



Χριστούγεννα πλησιάζουν, έξω κρύο, μέσα αναμμένη η φωτιά (για πετρέλαιο δεν το συζητάμε), κλειστή η τηλεόραση (σκουπίδια και προπαγάνδα, δεν το συζητάμε): ας πούμε λοιπόν μια ιστορία, ας πούμε ... παραμύθι! Μπορεί να μας θυμίσει κάτι από το χτες και ... το σήμερα (για αύριο ή μάλλον μεθαύριο δε σας τάζω! :-)  :-)
 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήτανε μια γάτα, που έπιασε φιλίες μ’ έναν ποντικό. Και του 'δωσε τόσες υποσχέσεις και του 'ταξε τόσα ωραία πράγματα, που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζήσουνε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζοντας σαν καλοί φίλοι τα υπάρχοντα τους.
 - Αλλά θα πρέπει να φροντίσουμε για το χειμώνα, ειδάλλως θα πεινάσουμε, είπε η γάτα. «Εσύ, ποντικέ, να προσέχεις πού πατάς και να μη χώνεσαι όπου βρεις, γιατί στο τέλος θα πιαστείς σε καμιά φάκα και θα σε χάσω ».
Η ιδέα της γάτας ήταν καλή και πράγματι αγόρασαν ένα βαρελάκι βούτυρο, να το 'χουν για το χειμώνα. Μόνο που δεν ήξεραν πού να το κρύψουν, για να μην τους το κλέψει κανείς. Αφού έσπασαν τα κεφάλια τους, η γάτα μίλησε και είπε :
  - Δεν μπορώ να βρω καλύτερη κρυψώνα απ’ την εκκλησία. Εκεί δεν τολμάει κανείς ν’ απλώσει το χέρι του και να κλέψει το παραμικρό. Πάμε να τ’ αφήσουμε κάτω από την Αγία Τράπεζα. Και δεν θα τ’ ανοίξουμε παρά μόνον όταν θα το χρειαστούμε.
Έκρυψαν λοιπόν κι ασφάλισαν το βούτυρο για το χειμώνα. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γάτα την έπιασε λιγούρα για τη νόστιμη λιχουδιά. Και λέει στον ποντικό:
- Ποντικέ, η ξαδέρφη μου γέννησε κι έφερε στον κόσμο ένα γατάκι καστανόξανθο. Σήμερα θα γίνει
η βάφτιση κι εγώ θα είμαι νονά. Άσε με να πάω και φρόντισε μόνος σου το σπιτικό μας.
 - Εντάξει, εντάξει, αποκρίθηκε το ποντίκι. «Πήγαινε στο καλό του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν τίποτα καλό, μη με ξεχάσεις. Μ' αρέσουν και μένα τα κουφέτα».
Αλλά ήταν όλα ψέματα. Η γάτα ούτε ξαδέρφη είχε, ούτε ανιψάκι είχε αποκτήσει. Παρά μια και δυο τραβάει για την εκκλησία, τρυπώνει κάτω απ' την Αγία Τράπεζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Αφού έφαγε το πάνω πάνω, το καϊμάκι, έκανε μια βόλτα πάνω απ’ τις στέγες των κοντινών σπιτιών, λιάστηκε καλά καλά, σκούπισε τα μουστάκια της και ξερογλειφότανε κάθε που θυμότανε το βούτυρο. Κατά το βραδάκι γύρισε σπίτι.
-Επιτέλους ήρθες! την υποδέχτηκε ο ποντικός. Τα πέρασες ωραία;
 - Καλά ήτανε!
-  Και πώς το βγάλατε το γατάκι;  ρώτησε ο ποντικός.
 - Α!  «Παειτοκαϊμάκι », απάντησε ξερά η γάτα.
- «Παειτοκαϊμάκι»;  απόρησε ο ποντικός.  Παράξενο όνομα. Το συνηθίζετε στην οικογένεια σας;
-  Μην το ψάχνεις, τον έκοψε η γάτα.  Δεν είναι δα χειρότερο απ’ το όνομα που έδωσες εσύ στο βαφτιστήρι σου: «Ψιχουλοφάης» . . .
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γάτα πάλι την έπιασε λιγούρα για το βούτυρο. Γυρνάει λοιπόν και λέει στον ποντικό :
        - Θα  μου κάνεις τη χάρη και θα φροντίσεις σήμερα μόνος σου το  σπιτικό μας; Γιατί θα γίνω και πάλι νονά. Το καινούργιο γατάκι είναι μαύρο με μια άσπρη γραμμούλα γύρω απ' το λαιμό. Δεν μπορώ να πω όχι .
Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε. Η γάτα όμως χώθηκε στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Εκεί άνοιξε πάλι το βαρελάκι και κατέβασε το βούτυρο ως τη μέση. «Τίποτα δεν είναι πιο νόστιμο», σκέφτηκε, «απ' αυτό που τρως εσύ ο ίδιος». Κι έμεινε πολύ ευχαριστημένη από την εκδρομή της.
 Όταν γύρισε σπίτι, ο ποντικός τη ρώτησε :
- Πώς το βάφτισες αυτό το γατάκι;
- « Παειτομισό », απάντησε η γάτα.
- « Παειτομισό»! Τι λες; Σ όλη μου τη ζωή δεν έχω ξανακούσει τέτοιο όνομα. Βάζω στοίχημα ότι στο ημερολόγιο δεν έχει μέρα να γιορτάζει!
Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γάτας της τρέξανε πάλι τα σάλια για το βούτυρο.
 - Ό λ α τα καλά πράγματα τριτώνουν, είπε στον ποντικό.  Με κάλεσαν πάλι νονά σε μια βάφτιση. Το γατάκι αυτή τη φορά είναι κατάμαυρο, μόνο που έχει άσπρα ποδαράκια. Ούτε μια άσπρη τρίχα σ' όλο του το κορμάκι. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, μια φορά στα δέκα χρόνια συμβαίνει. Θα μ' αφήσεις να πάω ;
    - «Παειτοκαϊμάκι», «Παειτομισό»! Αυτά τα παράξενα ονόματα μ’ έχουν βάλει σε σκέψεις, έκανε φανερά σκεφτικός ο ποντικός.
    -  Είναι επειδή κάθεσαι κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα με την γκρίζα σου τη ρόμπα και με την ουρίτσα σου τυλιγμένη στην πολυθρόνα. Αυτά παθαίνει όποιος δεν βγαίνει έξω.
 Ο ποντικός έμεινε λοιπόν σπίτι και καθάρισε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γάτα όμως έβαλε κάτω το βαρελάκι και το τέλειωσε το βούτυρο. «Δεν ησυχάζεις παρά μονάχα όταν τον φας όλον το μεζέ», μονολόγησε.
Χορτάτη και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε αμέσως να μάθει τι όνομα είχανε δώσει στο τρίτο γατάκι.
   -   Μπα, ούτε αυτό θα σου αρέσει, του αποκρίθηκε η γάτα.  Το βγάλαμε «Παειόλο».
   - «Παειόλο!», φώναξε ο ποντικός.  Αυτό είναι το πιο παράξενο απ όλα. Δεν το 'χω συναντήσει πουθενά γραμμένο. Τι στην ευχή σημαίνει;  και κουνώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γωνιά του να κοιμηθεί. Από τότε κι ύστερα κανείς δεν ξανακάλεσε τη γάτα να βαφτίσει.
 Όταν όμως χειμώνιασε κι έξω δεν έβρισκαν πια τίποτα να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βούτυρο
και είπε :
-  Έλα γάτα, πάμε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, που είχαμε φυλάξει για το χειμώνα.
Θα είναι ό,τι πρέπει .
   - Μάλιστα, αποκρίθηκε η γάτα. Για σένα προπαντός θα είναι ό,τι πρέπει. Και δεν θα σου πέσει βαρύ στο στομάχι. Είναι ελαφρύ, σαν να τρως αέρα κοπανιστό.
Μια και δυο, ξεκινάνε για την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση του. Αλλά ήταν άδειο.
- Τώρα καταλαβαίνω, είπε ο ποντικός.  Ωραία φίλη είσαι! Αντί να βαφτίζεις γατάκια, ερχόσουνα εδώ και έτρωγες το βούτυρο.
Πρώτα πρώτα «Παειτοκαϊμάκι», μετά «Παειτομισό», κι ύστερα . . .
   -  Σταμάτα! τον έκοψε η γάτα. Άλλη μια λέξη και θα σε φάω κι εσένα!
   - . . . Παειόλο!», ξεστόμισε ο καημένος ο ποντικός. Και πριν προλάβει ν' αποσώσει το λόγο του, τον αρπάζει η γάτα και τον κάνει μια χαψιά. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι ο κόσμος. 1

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!!!

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

τα ζώα που έπαθαν πανώλη



Κακό μεγάλο βρήκε κάποτε τα ζώα κι απλώθηκε παντού! Πολλά πέθαναν κι όλα χτυπήθηκαν από μια τρομερή αρρώστια, την πανούκλα. Τότε το λιοντάρι συγκάλεσε συμβούλιο και πρότεινε να εξομολογηθούν όλα τις αμαρτίες τους και όποιο κριθεί πιο ένοχο να θυσιαστεί ώστε να εξευμενιστεί η οργή τ’ ουρανού, που έστειλε την αρρώστια.
Πρώτο το ίδιο το λιοντάρι ομολόγησε πως, για να ικανοποιήσει τις λαίμαργες ορέξεις του, είχε καταβροχθίσει πολλά πρόβατα. Έφτασε μάλιστα μερικές φορές να φάει και το βοσκό. Η αντίδραση στα λόγια του βασιλιά ήταν οι κολακείες της αλεπούς προς το πρόσωπό του μέσα σε χειροκροτήματα.
Ακολούθησαν η τίγρης, η αρκούδα κι άλλα ισχυρά ζώα που ομολόγησαν σοβαρά αδικήματα, όλα ωστόσο είχαν την ίδια αντιμετώπιση με του λιονταριού, μέχρι που έφτασε και η σειρά του γαϊδάρου, ο οποίος ομολόγησε πως κάποτε, εξαιτίας της μεγάλης του πείνας, μπήκε στον πειρασμό κι έφαγε λίγο τρυφερό χορτάρι από το λιβάδι που ανήκε σε ένα μοναστήρι. Αμέσως όλα τα ζώα αποδοκίμασαν τον κακόμοιρο το γάιδαρο που διέπραξε τέτοιο «αποτρόπαιο έγκλημα». Ο μαδημένος και ψωριάρης γάιδαρος κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για τη συμφορά που βρήκε τα ζώα κι αποφασίστηκε να θυσιαστεί. 

"Η δύναμη του καθενός είναι πάντα το ζύγι
ένοχο βγάζει το φτωχό τον ισχυρό αθωώνει"


   Jean de La Fontaine,1621-1695




                                                             


                                                                

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

πού δείχνει;


 



                                            grigiors  September 2012

                              
                                                                       

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

περί ευτυχίας

"Ω, να 'στε σίγουροι πως ο Κολόμβος ήταν ευτυχισμένος όχι τότε που ανακάλυψε την Αμερική μα όταν πήγαινε να την ανακαλύψει, να 'στε σίγουροι πως το ψηλότερο σημείο της ευτυχίας του ήταν ίσως τρεις μέρες ακριβώς πριν από την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, όταν το επαναστατημένο πλήρωμα, μέσα στην απελπισία του, παραλίγο να γύριζε το καράβι πίσω στην Ευρώπη! Δεν πρόκειται για το Νέο Κόσμο- δεν πα' να χαθεί! Ο Κολόμβος πέθανε χωρίς σχεδόν να τον δει και, ουσιαστικά, χωρίς να ξέρει τι ανακάλυψε. Το σπουδαίο είναι η ζωή, μόνη η ζωή, η συνεχής ανακάλυψη αυτής της ζωής, της αδιάκοπης και αιώνιας, κι όχι απλώς μια ανακάλυψη!" ******




Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

σκορπιός και βάτραχος

Η σχέση ανάμεσα στο γερο- Διαμαντή και στο Φτερό ήταν ιδιαίτερη. Πίσω από τις συνεχείς κόντρες τους, που τις δικαιολογούσε απόλυτα το χάσμα των γενεών, κρυβόταν μια αληθινή εξάρτηση. Ο γερο- Διαμαντής,μαθηματικός που τα παράτησε γιατί όπως χαρακτηριστικά έλεγε "το εκπαιδευτικό σύστημα είναι έτσι δομημένο ώστε να παράγει φυτά κι όχι σκεπτόμενους πολίτες με κριτική στάση", χήρος, με δυο κόρες με τις οποίες έχει διακόψει εδώ και χρόνια τις σχέσεις λόγω κληρονομικών, έβλεπε ίσως στον πιτσιρικά το εγγόνι που του είχαν στερήσει. Του άρεσε και καμάρωνε αυτό το ατίθασο κι ανυπότακτο παιδί, γεμάτο ενέργεια και δίψα για τη ζωή, βγαλμένο λες από μυθιστόρημα του Τουαίην.
Αλλά κι ο Σπύρος, το Φτερό, ένα δεκαπεντάχρονο ψηλό αγόρι, από φτωχή οικογένεια με πατέρα άνεργο και αλκοολικό και μητέρα που έκανε μεροκάματα σαν καθαρίστρια όπου κι όποτε έβρισκε, τρελαινόταν να τσιγκλάει και να προκαλεί το γέροντα. Όσο κι αν έδειχνε πως τον ενοχλούν οι ιστορίες και οι παρατηρήσεις του,  κατα βάθος του άρεσαν, τις άκουγε, τον άκουγε και τον υπολόγιζε. Ίσως και να έβλεπε στο πρόσωπό του το νηφάλιο πατέρα ή το σεβάσμιο παππού, ένα λιμάνι γνώσης και σοφίας στο οποίο επέστρεφε συχνά από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του στους δρόμους της πόλης. Ό,τι σημαντικό, παράξενο ή συνταρακτικό συνέβαινε εκεί πέρα, στον πρώτο που το έλεγε ήταν ο γερο-Διαμαντής.
- Αλλάζουν τα πράματα,γέρο! του φώναξε καθώς ανέβαινε στη "Σκιά".
- Ένα γερό χέρι ξύλο θα φας, αν με ξαναπείς έτσι.
- Δε σ' ενοχλεί αυτό, αλλά που αλλάζουν τα πράματα. Το Φτερό πήδηξε γελώντας στο κατάστρωμα και κατευθύνθηκε προς το γερο- Διαμαντή που καθόταν όπως πάντα στην πλώρη. "Πάνε τα παλιά κόμματα, έρχεται νέο αίμα που θα αλλάξει τα πράματα. Αυτό συζητάνε όλοι στην πόλη." Ήταν η περίοδος λίγο πριν γίνουν εκλογές στη χώρα.
Ο γερο- Διαμαντής δεν απάντησε. Τράβηξε το καλάμι κι έπιασε το αγκίστρι.
- Δε θα το σχολιάσεις;
- Ο τρόπος μου σε εκνευρίζει, απάντησε ο γέρος δολώντας το αγκίστρι του.
Το Φτερό χτύπησε με το χέρι το κούτελό του μου μουρμουρίζοντας: "ωχ πάλι ιστορία!"
Ο γέρος τίναξε το καλάμι ρίχνοντας το δολωμένο αγκίστρι στο νερό, ενώ παρέμεινε σιωπηλός.
-Καλά, άντε, λέγε να τελειώνουμε, έκανε με δυσφορία το Φτερό κοιτάζοντας αφηρημένα προς τα κει που έπεσε το αγκίστρι.
Ο γερο- Διαμαντής δίχως να στρέψει το κεφάλι προς το μέρος του άρχισε:


Το λοιπόν, κάποτε  ένας σκορπιός στεκόταν στην όχθη του ποταμού σκεφτικός γυρεύοντας έναν τρόπο να περάσει στην απέναντι όχθη μιας και δεν ήξερε κολύμπι. Δεν πέρασε ώρα πολλή και φάνηκε ένας βάτραχος. Αμέσως ο σκορπιός τον φώναξε και τον παρακάλεσε:
- Βάτραχε, μπορείς να με περάσεις απέναντι επειδή εγώ δεν ξέρω να κολυμπώ;
Ο βάτραχος στην αρχή ξαφνιάστηκε μα γρήγορα συνήλθε:
- Σκορπιέ, αυτό  δε γίνεται, γιατί εσύ μόλις σε βάλω στην πλάτη μου θα με τσιμπήσεις.
- Μα όχι! έκανε ζωηρά ο σκορπιός, μα όχι! αν σε τσιμπήσω θα πεθάνεις και τότε θα πνιγούμε κι οι δυο!
Ο βάτραχος πείστηκε, πήρε το σκορπιό στην πλάτη του και άρχισε να διασχίζει τον ποταμό.
Δεν πέρασε ωστόσο ώρα πολλή κι ο σκορπιός ξαφνικά τσιμπάει το βάτραχο. Εκείνος γεμάτος απορία, τη στιγμή που βουλιάζανε, στρέφεται και του λέει:
- Μα γιατί, αφού θα πνιγείς κι εσύ!
- Το ξέρω, αλλά είναι στη φύση μου! απάντησε ξερά ο σκορπιός.*****

 Ο γερο-Διαμαντής γύρισε και κοίταξε το Φτερό:
-Λοιπόν; πώς σου φάνηκε;
- Μια απ' τα ίδια σα να λέμε ε;
- Είναι τρελό!!! Τα παλιά κόμματα, που λες κι εσύ, θέλουν να μας παράσχουν εξασφαλισμένο μέλλον αν και τα ίδια οδήγησαν τη χώρα στην  καταστροφή.  Τα νέα κόμματα που θέλουν  να μας σώσουν από την καταστροφή στηρίζονται σε φρασεολογία που χαϊδεύει αυτούς που θρέψανε τόσα χρόνια τα παλιά κόμματα και τους απελπισμένους.  Τα νούμερα αλλάζουνε, οι συσχετισμοί των κομμάτων τους, η διαχείριση της εξουσίας δηλαδή το μεγάλο φαγοπότι, αυτά τους καίνε, είναι στο DNA τους κι όχι η σύνθεση ενός νέου αξιακού κώδικα, η δημιουργία μιας νέας πολιτικής συνείδησης. Αν ήταν να πέσουν, ας έπεφταν όχι μόνο τα παλιά κόμματα μα να κατέρρεε όλο το σύστημα που τα εξέθρεψε  κι από τα συντρίμμια του θα ξεπηδούσαν οι υγιείς δυνάμεις.
Το Φτερό κοίταζε αποσβολωμένο το γερο- Διαμαντή. Στο τέλος χαμογέλασε:
-Πρώτη φορά σε βλέπω, γέρο, να τσαντίζεσαι...
- Γέρο να πεις ... έκανε να σηκωθεί ο γερο - Διαμαντής όμως το Φτερό βρισκόταν κιόλας στο κεντρικό κατάρτι.
-Εγώ την κάνω παππούλη...
-Πού πας, ακόμα δεν ήρθες. Όλη την ώρα πας κι έρχεσαι, δεν κάθεσαι και λίγο σε μια μεριά...
- Τι να κάνω, γέρο, είναι στη φύση μου! φώναξε γελώντας το Φτερό την ώρα που κατέβαινε από τη "Σκιά".
Ο γερο-Διαμαντής έβγαλε από την τσέπη την πίπα του, τη δάγκωσε κι ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο καθώς έβλεπε το Φτερό να απομακρύνεται.







Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η Γλαύκη, το μαραμπού, είπε:


Κρεμασμένοι πάνω στην πρύμνη είχαμε τεντωμένα τ’ αυτιά και καρφωμένα τα βλέμματα στη Γλαύκη που χόρευε ξιπόλητη στην κουβέρτα του πλοίου ανασηκώνοντας με τ’ ακροδάχτυλα το μακρύ λευκό της φόρεμα κάθε φορά που ετοιμαζόταν να κάνει μια πιρουέτα ή να στριφογυρίσει γύρω απ’ το μεσιανό κατάρτι. Συχνά διέκοπτε τα λόγια της ξεσπώντας σε γέλια και φτάνοντας ως το ακρόπρωρο επέστρεφε συνεχίζοντας την αφήγησή της. Με λυμένα τα μακριά μαλλιά της ν’ ανεμίζουνε και τη λεπτή σιλουέτα της να διαγράφεται κάτω απ’ το φως του φεγγαριού έμοιαζε με ξωτικό της νύχτας:

  «Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια οικογένεια βοσκών. Είχαν όλα τα πρόβατα τους μαζί σ’ ένα μαντρί. Τα τάιζαν, τα φρόντιζαν και τα βοσκούσαν.
Κάπου κάπου τα πρόβατα προσπαθούσαν να το σκάσουν.
Ερχόταν τότε ο πιο γέρος βοσκός και τους έλεγε :
“Α, πρόβατα ασυνείδητα και αλαζονικά, δεν ξέρετε ότι εκεί έξω ο κάμπος είναι γεμάτος κινδύνους; Μονάχα εδώ βρίσκετε άφθονο νερό, φαγητό και προπαντός, προστασία από τους λύκους.”
Γενικά, αυτό αρκούσε να φρενάρει τις τάσεις «ελευθερίας» των προβάτων.
Μια  μέρα  γεννήθηκε ένα διαφορετικό πρόβατο, ας πούμε πως ήταν ένα μαύρο πρόβατο. Είχε  επαναστατικές διαθέσεις και ξεσήκωνε τους συντρόφους του να το σκάσουν προς την ελευθερία των λιβαδιών.
Πύκνωσαν οι επισκέψεις του γέρου βοσκού που πάσχιζε να πείσει τα πρόβατα για τους εξωτερικούς κινδύνους. Ωστόσο τα πρόβατα ήταν ανήσυχα και κάθε φορά που τα έβγαζαν απ’ το μαντρί όλο και πιο δύσκολα τα μάζευαν.
Ώσπου μια νύχτα το μαύρο πρόβατο τα έπεισε και το έσκασαν.
Οι βοσκοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα ως το ξημέρωμα, όταν είδαν το μαντρί σπασμένο και άδειο.
Όλοι πήγαν να κλάψουν μαζί με το γέροντα, τον αρχηγό της οικογένειας.
«Έφυγαν, έφυγαν!»
«Τα κακόμοιρα…»
«Και η πείνα;»
«Και η δίψα;»
«Και ο λύκος;»
«Τι θ’ απογίνουν χωρίς εμάς;»
Ο γέροντας έβηξε, ρούφηξε την πίπα του και είπε:
«Αλήθεια, τι θ’ απογίνουν χωρίς εμάς; Και το χειρότερο είναι…»

…Τι θ’ απογίνουμε εμείς χωρίς αυτά;» **






Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ενάντια στη βία


-   Χαμός θα γίνει εκεί έξω. Ο κόσμος είναι εξοργισμένος. Να ξεφορτωθούμε τους δυνάστες φωνάζει. Ο κόσμος θέλει να τους σουτάρει… Ο Σπύρος, «το Φτερό» όπως είν’ το παρατσούκλι του λόγω του ότι είναι πολύ γρήγορος λες και βγάζει φτερά στα πόδια,  ακουγόταν ενθουσιασμένος. Είναι πιτσιρικάς και παθιάζεται εύκολα.
-   Χάος θα επικρατήσει και το χάος ξέρει και το διαχειρίζεται το σύστημα. Στο όνομά του καταργεί τις ελευθερίες του ανθρώπου. Το ’χω ζήσει….ξεκίνησε να λέει ο γερο Διαμαντής πριν τον διακόψει απότομα το Φτερό.
-    Ε, και τι; να κάτσει ο κόσμος με σταυρωμένα χέρια; Εσύ δηλαδή θέλεις να τα ξεπουλήσουμε όλα στους ξένους; Θέλεις να ’χουμε τους ίδιους  αρχηγούς μαριονέτες που μας οδήγησαν εδώ και να τους έχουν σήκω σήκω κάτσε κάτσε;
-     Όχι, απλά χρειάζεται χρόνος και πονηριά…
-          Εγώ λέω να πάνε όλοι στο διάολο…
-          Άκου λίγο…
-          Τι ν’ ακούσω; Είσαι με το μέρος τους;
Ο γερο Διαμαντής καθισμένος στην ίδια πάντα θέση, στη δεξιά μεριά της πρύμνης απ’ όπου συνήθιζε να ψαρεύει, κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι: «είδες πόσο εύκολα γεννιέται η διχόνοια και η καχυποψία στους ανθρώπους; Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας. Όχι λοιπόν δεν είμαι μαζί τους! Άκου:
 
   Στο σπίτι του κ. ΄Εγκε, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα τον καιρό της παρανομίας ένα πράκτορας και του παρουσίασε ένα χαρτί, που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν την πόλη. Το χαρτί έλεγε ότι στον πράκτορα αυτόν θ' ανήκε κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του, όπως και κάθε φαγητό που θα ζητούσε. Θα έπρεπε ακόμα να τον υπηρετεί και κάθε άνθρωπος που θ' αντάμωνε.
Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, πλάγιασε και προτού κοιμηθεί ρώτησε τον κ. Έγκε με το πρόσωπο στον τοίχο : «Θα με υπηρετείς;»
Ο κ. 'Εγκε τον σκέπασε με την κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι του, κι όπως εκείνη τη μέρα, τον υπάκουσε άλλα εφτά χρόνια. Ό, τι κι αν έκανε όμως για δαύτον, ένα πράγμα απέφυγε να κάνει: δεν του ’πε ποτέ μια λέξη. Σαν πέρασαν τα εφτά χρόνια κι ο πράκτορας χόντρυνε από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε. Ο κ. Έγκε τον τύλιξε τότε στην ξεφτισμένη κουβέρτα, τον έσυρε έξω από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, άσπρισε τους τοίχους, ανάσανε βαθιά κι αποκρίθηκε:«Όχι!!!»  

-  Και τι μου λες δηλαδή, κάγχασε το Φτερό, θα περιμένουμε εφτά χρόνια για να τους ξεφορτωθούμε; Μέχρι τότε θα μας τα έχουν πάρει όλα.
-   Δε θα ’χουν πάρει εμάς όμως. Πονηριά χρειάζεται όχι κουτοπονηριά του βολέματος, αλλά πονηριά, να τους ξεφορτωθείς χωρίς να σε αφανίσουν.
-       Προτιμώ να με αφανίσουν πολεμώντας τους παρά να περιμένω. Είναι πιο τίμιο…
-     Δεν παύει να είναι αφανισμός. Χτίσε το όραμα σου, βάλε το στόχο σου κι αν οι συνθήκες δεν  είναι με το μέρος σου κάνε το χρόνο να κυλάει για σένα, προς όφελος σου, διαμόρφωσε εσύ τις συνθήκες που θα εξυπηρετήσουν το σκοπό σου, κάνε το χρόνο σύμμαχο σου, γι’ αυτό και σου λέω πως χρειάζεται πονηριά.
Την ιστορία που σου είπα τη διηγήθηκε κάποιος κύριος Κόυνερ. Καθώς μιλούσε σε μιαν αίθουσα μπροστά σε πολύ κόσμο, ενάντια στη βία, είδε τους ανθρώπους γύρω του να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε τότε κι αντίκρισε τη βία. «Τι έλεγες;» τον ρώτησε εκείνη. «Εγώ» αποκρίθηκε ο κύριος Κόυνερ «υποστήριζα τη βία». Σαν έφυγε η βία, οι μαθητές του κυρίου Κόυνερ τον ρώτησαν γιατί έσκυψε το κεφάλι. «Γιατί δεν έχω κεφάλι για σπάσιμο», αποκρίθηκε εκείνος. «Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία». ***
-    Στην ηλικία σου είναι αυτός ο Κόυνερ;
-    Όχι γέρος, αλλά μεγάλος…
-   Κατάλαβα κατάλαβα,τον διέκοψε απότομα το Φτερό. Να του πεις να ’ρθει να ψαρεύετε παρεούλα, να πίνετε το τσαγάκι σας και να περιμένετε 7 χρόνια μήπως πιάσετε κάνα ψάρι, κατέληξε θυμωμένος  την ώρα που έφευγε.
-   Τι έπαθε ο μικρός; φώναξα στο γερο Διαμαντή, καθώς βρισκόμουν κοντά στο πλωριό άλμπουρο, « τσαντισμένος μου φάνηκε.»
-   Νιάτα! Το αίμα βράζει, μου απάντησε φωναχτά κι εκείνος δολώνοντας τ’ αγκίστρια του.
-   Εσύ έβγαλες κάνα ψάρι σήμερα ή θα μείνουμε πάλι νηστικοί; Έκανα για να τον πειράξω.
-    Παρακάλα να βγάλω σήμερα, γιατί αλλιώς μας βλέπω να τρωγόμαστε αναμεταξύ μας!






Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

παραμύθι...παραμύθι




Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Κιτρινοσκουφίτσα.

- Όχι, Κοκκινοσκουφίτσα!

- Α, ναι, Κοκκινοσκουφίτσα. Λοιπόν, τη φωνάζει ο μπαμπάς της και...

- Μα όχι, όχι ο μπαμπάς της, ήταν η μαμά της.... 

Αλλά ας μην έρθουμε ακόμα στην αποδόμηση και στην αναδόμηση των παραμυθιών μέσα από το δημιουργικό παιχνίδι φαντασίας των παιδιών, στην παραλλαγή ή στην παρωδία, στην «ελεύθερη αναδημιουργία που πλάθει νέες ιστορίες ταιριαστές με το πνεύμα κάθε εποχής».

« Μια φορά κι έναν καιρό...» αλλά ας μην πάμε ακόμα τόσο πίσω. 


Ας γυρίσουμε στα παιδικά μας χρόνια τα ποτισμένα στο άρωμα της νοσταλγίας, με γεύση ονείρου και γέμιση φαντασίας. Ας θυμηθούμε τις νεράιδες και τα ξωτικά, τους πύργους και τα καλυβόσπιτα, τους γίγαντες και τους νάνους που έφτιαχναν κόσμους φανταστικούς αλλά και τις μάγισσες, τις κακές μητριές, τις δυσκολίες των ηρώων, τους κινδύνους που απορρέουν απ’ το κακό και που ξόρκιζαν η ζεστή αγκαλιά της μάνας, η γλυκιά φωνή του παππού και της γιαγιάς, η συναισθηματική σιγουριά κι ασφάλεια της οικογένειας πριν ακόμα επικρατήσει το καλό, πριν από το λυτρωτικό τέλος «και ζήσαν αυτοί καλά...» 
Λες και αυτή η πρώτη αφήγηση κρατά κάτι από τη δύναμη του αφηγηματικού λόγου που διατήρησε εκατοντάδες χρόνια τα μαγικά λαϊκά παραμύθια, αναλλοίωτα μέχρι την καταγραφή τους από τον Περώ και τους αδελφούς Γκριμ.

Αυτοί οι λαϊκοί άνθρωποι, οι αφηγητές, που αξιοποιούσαν τη δύναμη του λόγου, τις εκφραστικές δυνατότητες των χεριών, του προσώπου, του σώματος, προσαρμόζοντας το ύφος και αυξομειώνοντας το  ρυθμό της αφήγησης θέλοντας να εστιάσουν σε συγκεκριμένα σημεία της ιστορίας, κάνοντας τις λέξεις να χοροπηδάνε δίπλα στο αναμμένο τζάκι ολοζώντανες και που παρηγορούσαν για αιώνες τα παιδιά τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες ζεσταίνοντας τις ψυχές τους.

Τις νύχτες! Που οι φλόγες της φωτιάς στο τζάκι κάνουν τις σκιές να κινούνται, να ζωντανεύουν, που ο κάματος της μέρας έχει καταβάλει το σώμα, που οι αντιστάσεις τις λογικής υποχωρούν κι αρχίζει να ξεπηδά η φαντασία και το όνειρο.

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν. Ο χρόνος είναι αβέβαιος, ένα αόριστο και μακρινό παρελθόν, οι ήρωες δε γερνούν ποτέ, οι αναφορές, οι διορίες,  τα χρόνια, ακόμα κι ο αιώνας, όλα κυλούν μέσα σε μια δυο φράσεις.

Ο τόπος είναι ανώνυμος, ένα φυσικό τοπίο συνήθως δίχως λεπτομερή περιγραφή. Μια απαραίτητη σκηνογραφία που υποδηλώνει ωστόσο  την πραγματικότητα που τη γέννησε κυρίως αγροτική κοινωνία στα χρόνια της φεουδαρχίας.

Οι ήρωες είναι ανώνυμοι ή παίρνουν το όνομά τους από κάποιο ένδυμα, ιδιότητα ή χαρακτηριστικό τους πχ. Κοντορεβυθούλης, Κοκκινοσκουφίτσα, Χιονάτη, Σταχτοπούτα κλπ. Συνυπάρχουν αβίαστα με νάνους, μάγους, ξωτικά, δράκους, ζώα που μιλάνε. Η δράση τους υπερβολική κι ο κόσμος υπερφυσικός. Κι όμως, οι ιστορίες, τα γεγονότα στα οποία παίρνουν μέρος αναδύονται μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματα των ανθρώπων που τα έπλασαν, είναι πρόσωπα που  κινούνται μέσα σε αναγνωρίσιμα κοινωνικά και οικογενειακά πλαίσια.

Έχουν σάρκα και οστά, έχουν προτερήματα κι ελαττώματα, είναι πλούσιοι ή φτωχοί, έξυπνοι ή κουτοί, όμορφοι ή άσχημοι, ευτυχούν, δυστυχούν, υποφέρουν, αγαπάνε, αποτυγχάνουν, νικάνε ωστόσο δε γίνονται ποτέ ολοκληρωμένοι χαρακτήρες αλλα παραμένουν σύμβολα κοινωνικά. Τελικά όπως αναφέρει η Marthe Robert « το ισχυρότερο όπλο του παραμυθιού είναι το δικαίωμα να ψεύδεται δίχως να προδίδει την αλήθεια.»
 

gustave doré
Το λαϊκό παραμύθι περιγράφει μια μετάβαση, το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα. Αυτή η μετάβαση απηχεί αρχέγονες εθιμοτυπικές τελετουργίες μύησης, επώδυνες δοκιμασίες μέχρι την τελική έκβαση, την ενηλικίωση. Το παιδί απομακρύνεται από την οικογένεια του, χάνεται μέσα στο δάσος, αντιμετωπίζει κινδύνους, στερήσεις βιώνει τη μοναξιά, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, νοσταλγεί το σπίτι, την παιδική του ηλικία, κλονίζεται ωστόσο θα τα ξεπεράσει όλα για να φτάσει στων ωριμότητα και να επιστρέψει πίσω αγνώριστος. Η ανωνυμία του, η έλλειψη ταυτότητας τον μετατρέπει σε σκιά μες στις φυλλωσιές του πυκνού δάσους της εφηβείας που αναζητά να βρει τον εαυτό του , το δρόμο του. Οι σοφοί γέροντες, οι καλοσυνάτες γριές οι καλές νεράιδες δεν είναι παρά οι θεματοφύλακες της παράδοσης και του τελετουργικού που προετοιμάζει το παιδί στη μετάβαση, στη μεταμόρφωση και στην ένταξη στην κοινωνία.

Τα πρόσωπα των παραμυθιών εμφανίζονται σαν καλοί ή κακοί χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις υπηρετώντας το αρχετυπικό σχήμα των αντιθέσεων: καλό και κακό πνεύμα, Ζωή και θάνατος, φως και σκοτάδι.. Τέρατα, δυσπλασίες ντύνουν τους αρχαϊκούς φόβους  και τις παρορμήσεις που καβαλάει ο άνθρωπος στο συλλογικό ασυνείδητο.

Ο φόβος όμως μπροστά στο ανεξήγητο, η βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, η απορία και το δέος μπροστά στα μυστήρια της φύσης, το ξύπνημα της ερωτικής ορμής, οι κοινωνικές νόρμες και η ένταξη του ανθρώπου σε αυτές μέσα από μια διαδικασία μύησης, όλα αυτά δεν είναι κοινά σε όλους τους λαούς της γης; Αυτή η αρχέγονη αντίληψη για τα παραπάνω εξηγεί τα κοινά στοιχεία που εμφανίζονται στα παραμύθια και τους μύθους πολλών λαών του πλανήτη μας.

Πέρα ωστόσο από τη διαμόρφωση μιας οικουμενικής συνείδησης τα παραμύθια ακόμα και σήμερα δεν παύουν να προσφέρουν ένα πλούσιο ρεπερτόριο χαρακτήρων και πεπρωμένων όπου το παιδί βρίσκει ενδείξεις για την πραγματικότητα που ακόμα δε γνωρίζει, για το μέλλον που ακόμα δεν ξέρει να σκέφτεται.


                                                                                                         grigiors


βιβλιογραφία: 
  Τζάνι Ροντάρι Γραμματική της Φαντασίας
  περιοδικό Διαβάζω   Οι Παραμυθάδες
  εκδόσεις  Άγρα       Τα Παραμύθια των αδελφών Γκριμμ
  Ζορζ  Ζαν        Η δύναμη των παραμυθιών
  Γ. Παπαντωνάκης Εισαγωγή στην παιδική λογοτεχνία
  εικόνα:  Morgan Weistling

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

"ο σπάνιος θησαυρός'

    Κάποτε, στη μακρινή Κίνα, ένας φτωχός άνθρωπος είδε, ζήλεψε κι αποφάσισε να κλέψει μια πήλινη κούπα, αλλά για κακή του τύχη τον πιάσανε την ώρα της κλεψιάς και τον κλείσανε στη φυλακή. Έμεινε εκεί μέσα, χωρίς να δικαστεί, για πολλούς μήνες. Ξεχασμένος απ' όλους κι απελπισμένος άρχισε να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγει. Να δραπετεύσει δεν μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φύλαγαν καλά. "Χρειάζεται πονηριά" σκέφτηκε και μια μέρα παρακάλεσε το φύλακα να τον πάει στο βασιλιά.
     - Τι μπορεί να θες εσύ το βασιλιά; τον ρώτησε με φανερή απορία ο φύλακας.
     - Θέλω να του δώσω έναν πολύ σπάνιο θησαυρό, απάντησε ο κλέφτης.
   Την άλλη μέρα τον οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά, ο οποίος χωρίς περιστροφές ζήτησε από τον κλέφτη να του δείξει το σπάνιο θησαυρό. Εκείνος δίχως να διστάσει βγάζει από την τσέπη του ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί, το ξεδιπλώνει προσεχτικά και το δίνει σ' ένα φρουρό, που το δίνει με τη σειρά του στο βασιλιά.
     -  Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! αναφώνησε εκείνος βλέποντας το περιεχόμενο του χαρτιού που κρατούσε στα χέρια του.
     -  Βασιλιά μου, ναι, είναι ένα κουκούτσι από αχλάδι, αλλά είναι ένα σπάνιο είδος. Αν το φυτέψεις, θα γίνει δέντρο και σε αυτό θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
Ο βασιλιάς τον κοίταξε καχύποπτα και τον ρώτησε:
     - Κι αφού είναι έτσι, γιατί δεν το φύτεψες εσύ;
    - Γιατί, βασιλιά μου, για να βγάλει χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έχει κλέψει ποτέ και ποτέ δεν έχει πει ψέματα σε κανέναν. Αλλιώς θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι' αυτό κι εγώ το δίνω σε σένα, που σίγουρα δεν έχεις κλέψει ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
     - Τι βλακείες! μουρμούρισε ο βασιλιάς, που θυμήθηκε πως έκλεβε κι εξαπατούσε κατ' επανάληψη τους φτωχούς χωρικούς με αβάσταχτη φορολογία.
     -  Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσύ βασιλιά μου, δε με πιστεύεις.
    -  Εγώ δεν το πιστεύω και δε θα το κάνω, πετάχτηκε αμέσως ο υπουργός, που πολλές φορές είχε δωροδοκηθεί στο παρελθόν από πολίτες.
    - Εντάξει, ξανάπε ο κλέφτης, ας το φυτέψει ο στρατηγός του βασιλικού στρατού και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ακούστηκε η φωνή του στρατηγού:
    - Μα εγώ δεν έχω ιδέα από κηπουρική! γνωρίζοντας καλά πόσες φορές είχε παραμυθιάσει κι εξαπατήσει τους στρατιώτες του στις πληρωμές.
     - Ας το φυτέψει ο δικαστής, συνέχισε ο φτωχός κλέφτης όμως κι ο δικαστής αρνήθηκε, γιατί έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα χρήματα που του έδινε ο κόσμος.
     -  Το λοιπόν, ας δοκιμάσει ο γιατρός.
    -  Εμένα δε μου επιτρέπει ο όρκος μου να πλουτίσω με τέτοιον τρόπο, απάντησε ο γιατρός, ο οποίος είχε βρει άλλον τρόπο να πλουτίζει μια χαρά.
    -  Ας το φυτέψει επιτέλους ο αρχιφύλακας των φυλακών, είπε για μια φορά ακόμα ο φτωχός κλέφτης μα κι αυτή η προσφορά απορρίφθηκε:
    -  Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια πράματα, απάντησε ο αρχιφύλακας που ανάλογα με τα λεφτά που έπαιρνε κρυφά από τους φυλακισμένους μαλάκωνε ή σκλήρυνε τη συμπεριφορά του.
   Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Όποιον και να πρότεινε, έβρισκε αυτός μια δικαιολογία για ν' αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του, ώσπου στο τέλος ο φτωχός κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
  " Όλοι σας, όποιοι κι αν είστε και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα και κανένας σας δεν μπαίνει ποτέ στη φυλακή, ενώ εμένα για κάτι τόσο ασήμαντο με κλείσατε αμέσως μέσα. "
   Ο βασιλιάς θαύμασε την εξυπνάδα και το θάρρος του φτωχού κλέφτη και διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο.   
                                                                                                              
 κινέζικο παραμύθι



 Εκλογές στη χώρα!!! Στη μεταπολιτευτική ευδαιμονία και ευημερία μας είχαμε ξεχάσει πως βάλαμε ενέχυρο τη συνείδησή μας, στην καλύτερη περίπτωση, γιατί στη χειρότερη πολλοί την είχαν ξεπουλήσει. Αυτοί που ξεπουλήσανε και πιάσανε καλή τιμή, παλεύουνε λυσασμένα να διατηρήσουνε το σάπιο σύστημα της ψηφοθηρίας και των πελατειακών σχέσεων, του δικομματισμού και της αυτοδυναμίας που εξέθρεψαν την αλαζονεία, τον ηγεμονισμό, τη διαφθορά, την ατιμωρησία, τον αριβισμό, τον παρασιτισμό, τον αμοραλισμό και σε πολιτισμικό και πολιτικοοικονομικό επίπεδο.  Είναι αυτό το σύστημα που με νύχια και με δόντια παλεύουν να διατηρήσουν τα κατεστημένα ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα μέσα.
Όσοι ξεπούλησαν τη συνείδησή τους και δεν πιάσανε την καλή, πιαστήκανε απλά κορόιδα. Οι υπόλοιποι δε χρωστάμε παρά μόνο στους εαυτούς μας την αποκατάσταση της συνείδησης μας και στα παιδιά μας ένα καλύτερο μέλλον.
Κατά πόσο οι εκλογές με το υπάρχον εκλογικό σύστημα εκφράζουν τη λαϊκή βούληση είναι ένα θέμα. Ωστόσο χρειάζεται να κάνουμε εκείνο το βήμα που σε πρώτη φάση θα κλείσει πίσω του την πόρτα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αυτοί που παλιά διακήρυτταν πως στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, τώρα κινδυνολογούν ασύστολα για ακυβερνησία και χάος. Κι όμως, οι γεμάτες πλατείες και ο ευρωπαικός προσανατολισμός της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου μοιάζουν να δείχνουν το δρόμο που είναι της Ευρώπης των λαών και της συνεργασίας αλλά όχι η Ευρώπη της υποτέλειας και του Διευθυντήριου των διεθνών τοκογλύφων.
Κι αν έχουμε 'σχεδόν' χρεωκοπήσει οικονομικά, γιατί ηθικά έχει συμβεί προ πολλού, κι αν βρισκόμαστε στη δίνη μιας μεγάλης κρίσης, η Ιστορία μας διδάσκει πως μέσα σε τέτοιες καταστάσεις ζυμώνονται και αναδεικνύονται οι μεγάλοι ηγέτες μιας δημοκρατίας. Δεν επιβάλλονται ούτε λαμβάνουν χρίσματα και δαχτυλίδια. Και μάλιστα δε θέλουμε πια ηγέτες με την έννοια του ηγεμόνα μα ηγέτες με την  έννοια της πρωτοπορίας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής...




Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Lacrima Cristi

   Τη "Σκιά" την απέκτησα πριν από δυο χρόνια. Δε μου στοίχισε και πολλά μιας και επρόκειτο για ένα ιταλικό αντίγραφο τουριστικής χρήσης, το οποίο αφού επιτέλεσε το σκοπό του για σαράντα περίπου χρόνια εκτελώντας σύντομες θαλάσσιες διαδρομές, διοργανώνοντας φολκλορικές εκδηλώσεις και σερβίροντας καφέ όντας πλωτή καφετέρια στα τελευταία του, περιήλθε στα χέρια μου σε μαύρο χάλι. Εκείνο που ενίσχυσε την απόφαση να το αγοράσω ήταν η ιστορία του πρωτότυπου πλοίου, μιας ισπανικής καραβέλας του 17ου αιώνα. Ιδού λοιπόν η ιστορία της:

   Γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, ένας νεαρός αλλά πολύ δυναμικός και ικανότατος φραγκισκανός καλόγερος τέθηκε από την ισπανική εκκλησία επικεφαλής μιας ιεραποστολικής ομάδας, με προορισμό τη Νέα Ισπανία (το σημερινό Νέο Μεξικό) και σκοπό να προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς στον εκχριστιανισμό των αυτόχθονων λαών. Μια αποστολή ιδιαίτερα επικίνδυνη, αφού πολλοί ιεραπόστολοι είχαν χάσει με άγριο τρόπο τη ζωή τους, καθώς οι αυτόχθονες αρνούνταν να εγκαταλείψουν τις λατρευτικές τους παραδόσεις και αντιστέκονταν λυσσαλέα.
   Ο φραγκισκανός καλόγερος, του οποίου το όνομα πουθενά δεν αναφέρεται από τη μεριά της Εκκλησίας, ευθύς μόλις πάτησε το πόδι του στις αποικίες, εγκαταστάθηκε στη Σάντα Φε και γρήγορα η φήμη του απλώθηκε σε όλη τη Νέα Ισπανία, μια φήμη ωστόσο με πολλές σκιές ως προς τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να εκπληρώσει την αποστολή του και που στηρίζονταν στη βία και την τρομοκρατία κατά των ντόπιων.
   Όσο περνούσε ο καιρός τόσο συνέχιζε ο καλόγερος να επιβάλει, με την ίδια ένταση, το ιερό έργο του και συχνά χανόταν για μήνες πολλούς ανάμεσα στις φυλές των ινδιάνων ριψοκινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή. Αλίμονο όμως! εκείνο που τελικά ριψοκινδύνευε ήταν η καθαρή κι εξαγνισμένη  ψυχή του, την οποία, όπως κυκλοφορούσε αργότερα στους χριστιανικούς κύκλους, την πούλησε στο διάβολο. Σε μια από τις πολύμηνες αποστολές του, γνώρισε, λένε, κι ερωτεύτηκε παράφορα μια πανέμορφη ινδιάνα, την Πόλι Μα, από μια φυλή της εθνότητας των Πουέμπλος. Τέτοιο ήταν το πάθος του, που για χάρη της τα εγκατέλειψε όλα, απαρνήθηκε τη μέχρι τότε ζωή του κι έγινε ένα με τους αυτόχθονες. Γνώρισε κι ασπάστηκε τις παραδόσεις τους κι αγωνίστηκε στο πλευρό τους ενάντια στους Ισπανούς κονκισταδόρες, που εντείνανε τις ωμότητες και τα βασανιστήρια κατά των ντόπιων πληθυσμών. Σύντομα η (νέα) φήμη για τη δράση του έφτασε μέχρι την Ισπανία προκαλώντας το μένος της καθολικής εκκλησίας. Με εντολή του επισκόπου Αλόνσο ντε Χοσάδα ξεκίνησε ένα ανθρωποκυνηγητό  ώστε να βρουν τον πρώην καλόγερο και να τον σκοτώσουν.
   Εκείνος προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να σταματήσουν οι σφαγές κατά των ινδιάνων εγκατέλειψε μαζί με την αγαπημένη του τη Νέα Ισπανία και για ένα δυο χρόνια χάθηκαν τα ίχνη τους.
   Τότε ήταν που εμφανίστηκε ένα πειρατικό κάνοντας επιδρομές στα χριστιανικά πλοία που μετέφεραν όπλα, προμήθειες κι εξοπλισμό στις αποικίες κουρσεύοντας τα και μοιράζοντας τη λεία στους αυτόχθονες λαούς της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής για την ενίσχυση του αγώνα απελευθέρωσης τους. Το συγκεκριμένο πλοίο, μια τρικάταρτη καραβέλα, λένε πως ήταν η "Madre de Misericordia" η ισπανική καραβέλα που είχε μεταφέρει το φραγκισκανό καλόγερο στην Αμερική και που είχε πέσει στα χέρια των αυτόχθονων. Τώρα είχε βαφτεί μαύρη με κατακόκκινα πανιά και είχε μετονομαστεί σε "Lacrima Cristi". Το πλήρωμα του αποτελούνταν αποκλειστικά από ιθαγενείς. Οι Ισπανοί αμέσως κατάλαβαν πως επρόκειτο για το φραγκισκανό μοναχό, που είχε μεταφέρει τον αγώνα στη θάλασσα. Το θεώρησαν μεγάλη βλασφημία και πρόκληση να χρησιμοποιήσει το όνομα του Χριστού, του Κυρίου που ο ίδιος είχε προδώσει. Για ποιο λόγο επέλεξε αυτό το όνομα που πρόδιδε την παρουσία του, κανείς δε γνωρίζει. Μήπως επεδίωκε να κοντραριστεί με την Εκκλησία προκαλώντας συνειδητά την οργή της; Μήπως κραύγαζε με αυτό το όνομα πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος μπροστά στον πόνο, στο πάθος, σε συναισθήματα που τον καθοδηγούν ή τον καταβάλουν, τον φωτίζουν ή τον τσακίζουν; Τι βρίσκεται πιο κοντά στο θείο, δηλαδή την ανθρώπινη υπέρβαση; η στέρηση, ο διαχωρισμός, η καταπίεση των ανθρώπινων συναισθημάτων από μια καθορισμένη πνευματικότητα ή η απελευθέρωσή τους, η εκτόνωσή τους, η εξαΰλωσή τους; Μήπως κατοικεί στην ανθρώπινη ψυχή ένα θηρίο και τρέφεται με τα πάθη της, ξεδιψά με τις αγωνίες της; Αν δε το ταΐσεις το νικάς, αν δε το ποτίσεις το ψοφάς. Και τότε τι μένει; ένα άδειο κουτί, ένα κουφάρι, μια άδεια ζωή.
    Για έναν ολόκληρο χρόνο τον αναζητούσαν μάταια στις ανοιχτές θάλασσες και στα λιμάνια της ανατολικής Αμερικής. Πόσες φορές στην Ιστορία στις πιο μεγάλες πράξεις δεν κρύβεται το πιο άδοξο τέλος! Σε κάποιο λιμάνι του Μεξικού, όπου ο καλόγερος, "το Πυρωμένο Σίδερο", όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του, είχε κατεβεί με δυο άντρες του, κι οι τρεις μεταμφιεσμένοι μιας και βρίσκονταν για άλλη μια φορά στο στόμα του λύκου, μετά από προδοσία ενός ισπανόφιλου κρυπτοχριστιανού ινδιάνου, οι Ισπανοί στρατιώτες τους έστησαν καρτέρι, τους έπιασαν και τους αποκεφάλισαν. Λέγεται πως το κεφάλι του καλόγερου κοσμούσε το γραφείο του διοικητή της Νέας Ισπανίας στη Σάντα Φε, ωστόσο πολλά χρόνια αργότερα, όταν εκδιώχθηκαν οι Ισπανοί, δε βρέθηκε τίποτα.
   Από τότε η Πόλι Μα, αλλόφρονη, γύριζε τις θάλασσες κουρσεύοντας όποιο χριστιανικό πλοίο συναντούσε είτε εμπορικό είτε πολεμικό σφαγιάζοντας το πλήρωμά του. Κανένας δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της και λένε πως ούτε η θάλασσα δε μπόρεσε να δαμάσει την οργή της, να σβήσει τη φωτιά του μίσους και της εκδίκησης που έκαιγαν τα σωθικά της, ώσπου ένας ανεμοστρόβιλος σήκωσε ψηλά το πλοίο εξαφανίζοντας το.
   Πολλοί μέχρι σήμερα, έχοντας ακούσει το θρύλο του φραγκισκανού καλόγερου, του "Πυρωμένου Σίδερου" των αυτόχθονων, αναζήτησαν το εξαφανισμένο πλοίο, που στο μεταξύ η ανθρώπινη έξαψη και φαντασία είχε γεμίσει τ' αμπάρι του με θησαυρούς αμύθητους. Κανείς δε γνωρίζει αν υπήρξε στ' αλήθεια, αν τσακίστηκε στα βράχια κάποιας απόκρημνης ακτής, αν το κατάπιε ο μαύρος ωκεανός, αν έπεσε στη δίνη του ανεμοστρόβιλου. Και κανείς δε θα μάθει ποτέ. Αυτό άλλωστε δεν είναι ο θρύλος; η αποθέωση της υπέρβασης του ανθρώπινου μέτρου; ή μήπως είναι απλά μια συγκυριακή σύγχυση της Ιστορίας; ή μήπως πάλι είναι η αστερόσκονη που κατακάθεται σε ένα πρόσωπο, τυλίγοντας τη ζωή του, τη δράση του, τους ανθρώπους που τον περιέβαλαν, τα πρόσωπα που αγάπησε, τα πράγματα που άγγιξε και ξαφνικά όλα αυτά σηκώνονται πάνω απ' τη θάλασσα, πάνω απ' το χρόνο, ταξιδεύοντας στην αιωνιότητα;




«μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις»


Από μικρός αγαπούσα τα ταξίδια. Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού μου σκαρφάλωνα στις κορφές των βουνών, απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του σχολειού σεργιάνιζα πάνω απ’ τη θάλασσα. Ποτέ δεν ήμουν ξεκομμένος απ’ τον κόσμο και τους γύρω μου, ίσα ίσα, όμως με έπνιγαν τα όρια της πόλης μου, είχα πάντα τη λαχτάρα να γνωρίσω τον κόσμο. Μεγάλωσα, ταξίδεψα σε πολλά μέρη του κόσμου, όμως η  δίψα αντί να σβήνει φούντωνε. Έμενα με ένα μεγάλο κενό κάθε που επέστρεφα πίσω έως ότου πήρα τη μεγάλη απόφαση. Να αποκτήσω δικό μου καράβι και να εξερευνήσω αχαρτογράφητα νερά. Τώρα θα μου πείτε «υπάρχουν ακόμα ανεξερεύνητοι τόποι κι αχαρτογράφητα μέρη;» Δεν έχουν όλα ανακαλυφθεί όπως κι όλα δεν έχουν ειπωθεί; Σας απαντάω με δυο εικόνες που, όπως λένε κι οι κινέζοι «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις», αν και σε τέτοιες εικόνες δε βγαίνουν καθόλου λόγια από μέσα σου παρά μόνο θλίψη και οργή.

                                   



Πόσες φορές στην ανθρώπινη ιστορία δεν επαναλήφτηκε αυτή η εικόνα; Κι όμως η θάλασσα της φτώχειας έχει χαρτογραφηθεί. Κι όμως η ανθρώπινη αξία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξακολουθούν να καταποντίζονται στα απύθμενα βάθη της ανισότητας, της αδικίας και της εκμετάλλευσης. 
Βιώνουμε ένα σύγχρονο μεσαίωνα και, θαρρώ, πως χρειαζόμαστε τους εξερευνητές του μέλλοντός μας.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

ο ηλίθιος

 Επιλέγω από το σπουδαίο Ντοστογιέφσκι τον "Ηλίθιο" μιας και είναι από τα αγαπημένα μου.

Με λίγα λόγια η υπόθεση του έργου, όπως τη διατυπώνει ο Ανρύ Τρουαγιά στη μελέτη του για τον "Ηλίθιο" και που αποτελεί το οπισθώφυλλο της έκδοσης του Γκοβόστη, είναι η εξής:

"Ο πρίγκιπας Μίσκιν, ένας επιληπτικός, γυρίζει από μια κλινική της Ελβετίας, όπου κάποιος καθηγητής τον είχε φροντίσει από ευσπλαχνία. Είναι ορφανός. Όλη όλη η περιουσία του ένα μπογαλάκι ρούχα. Δεν ξέρει τίποτα απ' τη ζωή. "Βεβαιώθηκα απόλυτα του λέει ο γιατρός πως είστε ένα παιδί, δηλαδή ολότελα παιδί. Μονάχα στο μπόι και στο πρόσωπο μοιάζετε με άντρα, μα στην ανάπτυξη, στην ψυχή, στο χαρακτήρα, ίσως ίσως και στο μυαλό, δεν έχετε ενηλικιωθεί και θα μείνετε έτσι έστω κι αν ζήσετε εξήντα χρόνια".
Αυτό το παιδί των 26 χρόνων, είναι ευγενικός χωρίς δουλοπρέπεια, δειλός, καλός κι απλοικός. Δεν έχει ζήσει. 'Η, τουλάχιστο, δεν έχει ζήσει "εν δράσει". Η ζωή του έχει διαβεί σε εσωτερικές ενατενίσεις. Έχει ταμπουρωθεί έξω από τα κοινωνικά τείχη, έξω από τον κόσμο του "δυο και δυο κάνουν τέσσερα". Κι όταν πέφτει ανάμεσα σ'αυτόν τον κόσμο, μέσα σε τούτη την πολιτεία την κατοικημένη από άρπαγες, απατεώνες, φιλήδονους, παλιάτσους και μέθυσους, φαίνεται σαν παρείσακτος."

 Τολμηροί οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Προκαλούν τη μοίρα τους κι ας τους οδηγεί στην καταστροφή. Κι ας διαισθάνονται αυτήν την καταστροφή. Δεν κάνουν κάτι για να την αποφύγουν.    Ζουν με πάθος, έξω από τα όρια.
 Ο Μίσκιν είναι ειλικρινής, αληθινός, απλός, εύπιστος, έξυπνος, αδέξιος, ένας άγιος άνθρωπος.Αυτή η ακαταμάχητη ειλικρίνεια, η δοτικότητα του απογυμνώνει ένα ένα ξεχωριστά τα πρόσωπα που συναναστρέφεται, τους κάνει να κοιτάξουν μέσα τους οδηγώντας τους σε μια νέα αυτογνωσία. Τους αποσυντονίζει. Τους βγάζει έξω από τα νερά τους. Τους προκαλεί ταραχή. Είναι τόσο ισχυρή η δόνηση του είναι τους που σχεδόν αμέσως τον μισούν αν δεν τον αγαπήσουν.
 Ο Ραγκόζιν είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Άνθρωπος της ζωής και του πάθους. Πάθος αχαλίνωτο που φτάνει στα άκρα.  Τι τον ενώνει με τον πρίγκιπα; αυτό που τους χωρίζει: μια γυναίκα, η Ναστάζια Φιλίποβνα. Με Μίσκιν - Ραγκόζιν αρχίζει η ιστορία, με αυτούς τελειώνει. Και στις δυο περιπτώσεις σημείο αναφοράς τους είναι η Ναστάζια Φιλίποβνα, σε άψυχη φωτογραφία την πρώτη, σαν άψυχο κορμί τη δεύτερη. Κι οι δυο άντρες ξεπερνούν τα όρια για χάρη της. Ο Μίσκιν τα υπερβαίνει  μέσα από τη συμπόνοια. Ο Ραγκόζιν, όπως κι η Ναστάζια Φιλίποβνα μέσα από το δυνατό πάθος.
  Ποια ήταν η παρέα του πρίγκιπα στα 4 χρόνια της Ελβετίας; τα παιδιά. " Ήμουν μαζί τους, παρέα τους κι όλα μου τα τέσσερα χρόνια πέρασαν έτσι. Δε μου χρειαζόταν τίποτε άλλο. Τους τα 'λεγα όλα, δεν τους έκρυβα τίποτε." Γιατί ακριβώς και τα παιδιά ζουν έξω από τα όρια της λογικής των μεγάλων. "Πάντοτε μου 'κανε κατάπληξη σαν σκεφτόμουν πόσο λίγο ξέρουν οι μεγάλοι τα παιδιά- ακόμα κι οι μανάδες και οι πατεράδες τα δικά τους παιδιά".
 Αρκετές είναι οι κοινωνικοπολιτικές και θρησκευτικές αναφορές του Ντοστογιέφσκι που προφητεύει την Οκτωβριανή Επανάσταση: "...αν γίνει αθεϊστής (ο Ρώσος), θ' αρχίσει το δίχως άλλο να απαιτεί το ξερίζωμα της πίστης στο Θεό με τη βία,δηλαδή ακόμα και με το ξίφος......δε γίνονται μονάχα από κακά ματαιόδοξα αισθήματα οι Ρώσοι αθεϊστες μα από πόνο ψυχικό, από ψυχική δίψα, από νοσταλγία για ένα ιδανικό, για μια στέρεη όχθη, για μια πατρίδα που έπαψαν να πιστεύουν σε αυτή γιατί δεν την είχαν γνωρίσει ποτέ. Κι είναι τόσο εύκολο να γίνει αθεϊστης ο Ρώσος. Γίνεται πιο εύκολα από κάθε άλλον στον κόσμο....οι δικοί μας φτάνουν να πιστέψουν στον αθεϊσμό σα να 'ταν μια καινούρια πίστη, ....τόσο μεγάλη είναι η δίψα μας! ... όποιος δεν έχει έδαφος κάτω απ' τα πόδια του, δεν έχει μήτε Θεό".
 Πολλές οι αυτοβιογραφικές αναφορές του συγγραφέα (π.χ. επιληψία, εικονική εκτέλεση), ζωντανοί οι χαρακτήρες των υπόλοιπων προσώπων ξεπετάγονται μέσα από τα σπλάχνα της ρώσικης κοινωνίας της προεπαναστατικής Ρωσίας κι αναλώνονται σε έναν αέναο αλληλοσπαραγμό.