Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

"ο σπάνιος θησαυρός'

    Κάποτε, στη μακρινή Κίνα, ένας φτωχός άνθρωπος είδε, ζήλεψε κι αποφάσισε να κλέψει μια πήλινη κούπα, αλλά για κακή του τύχη τον πιάσανε την ώρα της κλεψιάς και τον κλείσανε στη φυλακή. Έμεινε εκεί μέσα, χωρίς να δικαστεί, για πολλούς μήνες. Ξεχασμένος απ' όλους κι απελπισμένος άρχισε να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγει. Να δραπετεύσει δεν μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φύλαγαν καλά. "Χρειάζεται πονηριά" σκέφτηκε και μια μέρα παρακάλεσε το φύλακα να τον πάει στο βασιλιά.
     - Τι μπορεί να θες εσύ το βασιλιά; τον ρώτησε με φανερή απορία ο φύλακας.
     - Θέλω να του δώσω έναν πολύ σπάνιο θησαυρό, απάντησε ο κλέφτης.
   Την άλλη μέρα τον οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά, ο οποίος χωρίς περιστροφές ζήτησε από τον κλέφτη να του δείξει το σπάνιο θησαυρό. Εκείνος δίχως να διστάσει βγάζει από την τσέπη του ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί, το ξεδιπλώνει προσεχτικά και το δίνει σ' ένα φρουρό, που το δίνει με τη σειρά του στο βασιλιά.
     -  Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! αναφώνησε εκείνος βλέποντας το περιεχόμενο του χαρτιού που κρατούσε στα χέρια του.
     -  Βασιλιά μου, ναι, είναι ένα κουκούτσι από αχλάδι, αλλά είναι ένα σπάνιο είδος. Αν το φυτέψεις, θα γίνει δέντρο και σε αυτό θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
Ο βασιλιάς τον κοίταξε καχύποπτα και τον ρώτησε:
     - Κι αφού είναι έτσι, γιατί δεν το φύτεψες εσύ;
    - Γιατί, βασιλιά μου, για να βγάλει χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έχει κλέψει ποτέ και ποτέ δεν έχει πει ψέματα σε κανέναν. Αλλιώς θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι' αυτό κι εγώ το δίνω σε σένα, που σίγουρα δεν έχεις κλέψει ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
     - Τι βλακείες! μουρμούρισε ο βασιλιάς, που θυμήθηκε πως έκλεβε κι εξαπατούσε κατ' επανάληψη τους φτωχούς χωρικούς με αβάσταχτη φορολογία.
     -  Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσύ βασιλιά μου, δε με πιστεύεις.
    -  Εγώ δεν το πιστεύω και δε θα το κάνω, πετάχτηκε αμέσως ο υπουργός, που πολλές φορές είχε δωροδοκηθεί στο παρελθόν από πολίτες.
    - Εντάξει, ξανάπε ο κλέφτης, ας το φυτέψει ο στρατηγός του βασιλικού στρατού και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ακούστηκε η φωνή του στρατηγού:
    - Μα εγώ δεν έχω ιδέα από κηπουρική! γνωρίζοντας καλά πόσες φορές είχε παραμυθιάσει κι εξαπατήσει τους στρατιώτες του στις πληρωμές.
     - Ας το φυτέψει ο δικαστής, συνέχισε ο φτωχός κλέφτης όμως κι ο δικαστής αρνήθηκε, γιατί έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα χρήματα που του έδινε ο κόσμος.
     -  Το λοιπόν, ας δοκιμάσει ο γιατρός.
    -  Εμένα δε μου επιτρέπει ο όρκος μου να πλουτίσω με τέτοιον τρόπο, απάντησε ο γιατρός, ο οποίος είχε βρει άλλον τρόπο να πλουτίζει μια χαρά.
    -  Ας το φυτέψει επιτέλους ο αρχιφύλακας των φυλακών, είπε για μια φορά ακόμα ο φτωχός κλέφτης μα κι αυτή η προσφορά απορρίφθηκε:
    -  Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια πράματα, απάντησε ο αρχιφύλακας που ανάλογα με τα λεφτά που έπαιρνε κρυφά από τους φυλακισμένους μαλάκωνε ή σκλήρυνε τη συμπεριφορά του.
   Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Όποιον και να πρότεινε, έβρισκε αυτός μια δικαιολογία για ν' αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του, ώσπου στο τέλος ο φτωχός κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
  " Όλοι σας, όποιοι κι αν είστε και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα και κανένας σας δεν μπαίνει ποτέ στη φυλακή, ενώ εμένα για κάτι τόσο ασήμαντο με κλείσατε αμέσως μέσα. "
   Ο βασιλιάς θαύμασε την εξυπνάδα και το θάρρος του φτωχού κλέφτη και διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο.   
                                                                                                              
 κινέζικο παραμύθι



 Εκλογές στη χώρα!!! Στη μεταπολιτευτική ευδαιμονία και ευημερία μας είχαμε ξεχάσει πως βάλαμε ενέχυρο τη συνείδησή μας, στην καλύτερη περίπτωση, γιατί στη χειρότερη πολλοί την είχαν ξεπουλήσει. Αυτοί που ξεπουλήσανε και πιάσανε καλή τιμή, παλεύουνε λυσασμένα να διατηρήσουνε το σάπιο σύστημα της ψηφοθηρίας και των πελατειακών σχέσεων, του δικομματισμού και της αυτοδυναμίας που εξέθρεψαν την αλαζονεία, τον ηγεμονισμό, τη διαφθορά, την ατιμωρησία, τον αριβισμό, τον παρασιτισμό, τον αμοραλισμό και σε πολιτισμικό και πολιτικοοικονομικό επίπεδο.  Είναι αυτό το σύστημα που με νύχια και με δόντια παλεύουν να διατηρήσουν τα κατεστημένα ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα μέσα.
Όσοι ξεπούλησαν τη συνείδησή τους και δεν πιάσανε την καλή, πιαστήκανε απλά κορόιδα. Οι υπόλοιποι δε χρωστάμε παρά μόνο στους εαυτούς μας την αποκατάσταση της συνείδησης μας και στα παιδιά μας ένα καλύτερο μέλλον.
Κατά πόσο οι εκλογές με το υπάρχον εκλογικό σύστημα εκφράζουν τη λαϊκή βούληση είναι ένα θέμα. Ωστόσο χρειάζεται να κάνουμε εκείνο το βήμα που σε πρώτη φάση θα κλείσει πίσω του την πόρτα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αυτοί που παλιά διακήρυτταν πως στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, τώρα κινδυνολογούν ασύστολα για ακυβερνησία και χάος. Κι όμως, οι γεμάτες πλατείες και ο ευρωπαικός προσανατολισμός της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου μοιάζουν να δείχνουν το δρόμο που είναι της Ευρώπης των λαών και της συνεργασίας αλλά όχι η Ευρώπη της υποτέλειας και του Διευθυντήριου των διεθνών τοκογλύφων.
Κι αν έχουμε 'σχεδόν' χρεωκοπήσει οικονομικά, γιατί ηθικά έχει συμβεί προ πολλού, κι αν βρισκόμαστε στη δίνη μιας μεγάλης κρίσης, η Ιστορία μας διδάσκει πως μέσα σε τέτοιες καταστάσεις ζυμώνονται και αναδεικνύονται οι μεγάλοι ηγέτες μιας δημοκρατίας. Δεν επιβάλλονται ούτε λαμβάνουν χρίσματα και δαχτυλίδια. Και μάλιστα δε θέλουμε πια ηγέτες με την έννοια του ηγεμόνα μα ηγέτες με την  έννοια της πρωτοπορίας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής...




Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Lacrima Cristi

   Τη "Σκιά" την απέκτησα πριν από δυο χρόνια. Δε μου στοίχισε και πολλά μιας και επρόκειτο για ένα ιταλικό αντίγραφο τουριστικής χρήσης, το οποίο αφού επιτέλεσε το σκοπό του για σαράντα περίπου χρόνια εκτελώντας σύντομες θαλάσσιες διαδρομές, διοργανώνοντας φολκλορικές εκδηλώσεις και σερβίροντας καφέ όντας πλωτή καφετέρια στα τελευταία του, περιήλθε στα χέρια μου σε μαύρο χάλι. Εκείνο που ενίσχυσε την απόφαση να το αγοράσω ήταν η ιστορία του πρωτότυπου πλοίου, μιας ισπανικής καραβέλας του 17ου αιώνα. Ιδού λοιπόν η ιστορία της:

   Γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, ένας νεαρός αλλά πολύ δυναμικός και ικανότατος φραγκισκανός καλόγερος τέθηκε από την ισπανική εκκλησία επικεφαλής μιας ιεραποστολικής ομάδας, με προορισμό τη Νέα Ισπανία (το σημερινό Νέο Μεξικό) και σκοπό να προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς στον εκχριστιανισμό των αυτόχθονων λαών. Μια αποστολή ιδιαίτερα επικίνδυνη, αφού πολλοί ιεραπόστολοι είχαν χάσει με άγριο τρόπο τη ζωή τους, καθώς οι αυτόχθονες αρνούνταν να εγκαταλείψουν τις λατρευτικές τους παραδόσεις και αντιστέκονταν λυσσαλέα.
   Ο φραγκισκανός καλόγερος, του οποίου το όνομα πουθενά δεν αναφέρεται από τη μεριά της Εκκλησίας, ευθύς μόλις πάτησε το πόδι του στις αποικίες, εγκαταστάθηκε στη Σάντα Φε και γρήγορα η φήμη του απλώθηκε σε όλη τη Νέα Ισπανία, μια φήμη ωστόσο με πολλές σκιές ως προς τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να εκπληρώσει την αποστολή του και που στηρίζονταν στη βία και την τρομοκρατία κατά των ντόπιων.
   Όσο περνούσε ο καιρός τόσο συνέχιζε ο καλόγερος να επιβάλει, με την ίδια ένταση, το ιερό έργο του και συχνά χανόταν για μήνες πολλούς ανάμεσα στις φυλές των ινδιάνων ριψοκινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή. Αλίμονο όμως! εκείνο που τελικά ριψοκινδύνευε ήταν η καθαρή κι εξαγνισμένη  ψυχή του, την οποία, όπως κυκλοφορούσε αργότερα στους χριστιανικούς κύκλους, την πούλησε στο διάβολο. Σε μια από τις πολύμηνες αποστολές του, γνώρισε, λένε, κι ερωτεύτηκε παράφορα μια πανέμορφη ινδιάνα, την Πόλι Μα, από μια φυλή της εθνότητας των Πουέμπλος. Τέτοιο ήταν το πάθος του, που για χάρη της τα εγκατέλειψε όλα, απαρνήθηκε τη μέχρι τότε ζωή του κι έγινε ένα με τους αυτόχθονες. Γνώρισε κι ασπάστηκε τις παραδόσεις τους κι αγωνίστηκε στο πλευρό τους ενάντια στους Ισπανούς κονκισταδόρες, που εντείνανε τις ωμότητες και τα βασανιστήρια κατά των ντόπιων πληθυσμών. Σύντομα η (νέα) φήμη για τη δράση του έφτασε μέχρι την Ισπανία προκαλώντας το μένος της καθολικής εκκλησίας. Με εντολή του επισκόπου Αλόνσο ντε Χοσάδα ξεκίνησε ένα ανθρωποκυνηγητό  ώστε να βρουν τον πρώην καλόγερο και να τον σκοτώσουν.
   Εκείνος προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να σταματήσουν οι σφαγές κατά των ινδιάνων εγκατέλειψε μαζί με την αγαπημένη του τη Νέα Ισπανία και για ένα δυο χρόνια χάθηκαν τα ίχνη τους.
   Τότε ήταν που εμφανίστηκε ένα πειρατικό κάνοντας επιδρομές στα χριστιανικά πλοία που μετέφεραν όπλα, προμήθειες κι εξοπλισμό στις αποικίες κουρσεύοντας τα και μοιράζοντας τη λεία στους αυτόχθονες λαούς της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής για την ενίσχυση του αγώνα απελευθέρωσης τους. Το συγκεκριμένο πλοίο, μια τρικάταρτη καραβέλα, λένε πως ήταν η "Madre de Misericordia" η ισπανική καραβέλα που είχε μεταφέρει το φραγκισκανό καλόγερο στην Αμερική και που είχε πέσει στα χέρια των αυτόχθονων. Τώρα είχε βαφτεί μαύρη με κατακόκκινα πανιά και είχε μετονομαστεί σε "Lacrima Cristi". Το πλήρωμα του αποτελούνταν αποκλειστικά από ιθαγενείς. Οι Ισπανοί αμέσως κατάλαβαν πως επρόκειτο για το φραγκισκανό μοναχό, που είχε μεταφέρει τον αγώνα στη θάλασσα. Το θεώρησαν μεγάλη βλασφημία και πρόκληση να χρησιμοποιήσει το όνομα του Χριστού, του Κυρίου που ο ίδιος είχε προδώσει. Για ποιο λόγο επέλεξε αυτό το όνομα που πρόδιδε την παρουσία του, κανείς δε γνωρίζει. Μήπως επεδίωκε να κοντραριστεί με την Εκκλησία προκαλώντας συνειδητά την οργή της; Μήπως κραύγαζε με αυτό το όνομα πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος μπροστά στον πόνο, στο πάθος, σε συναισθήματα που τον καθοδηγούν ή τον καταβάλουν, τον φωτίζουν ή τον τσακίζουν; Τι βρίσκεται πιο κοντά στο θείο, δηλαδή την ανθρώπινη υπέρβαση; η στέρηση, ο διαχωρισμός, η καταπίεση των ανθρώπινων συναισθημάτων από μια καθορισμένη πνευματικότητα ή η απελευθέρωσή τους, η εκτόνωσή τους, η εξαΰλωσή τους; Μήπως κατοικεί στην ανθρώπινη ψυχή ένα θηρίο και τρέφεται με τα πάθη της, ξεδιψά με τις αγωνίες της; Αν δε το ταΐσεις το νικάς, αν δε το ποτίσεις το ψοφάς. Και τότε τι μένει; ένα άδειο κουτί, ένα κουφάρι, μια άδεια ζωή.
    Για έναν ολόκληρο χρόνο τον αναζητούσαν μάταια στις ανοιχτές θάλασσες και στα λιμάνια της ανατολικής Αμερικής. Πόσες φορές στην Ιστορία στις πιο μεγάλες πράξεις δεν κρύβεται το πιο άδοξο τέλος! Σε κάποιο λιμάνι του Μεξικού, όπου ο καλόγερος, "το Πυρωμένο Σίδερο", όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του, είχε κατεβεί με δυο άντρες του, κι οι τρεις μεταμφιεσμένοι μιας και βρίσκονταν για άλλη μια φορά στο στόμα του λύκου, μετά από προδοσία ενός ισπανόφιλου κρυπτοχριστιανού ινδιάνου, οι Ισπανοί στρατιώτες τους έστησαν καρτέρι, τους έπιασαν και τους αποκεφάλισαν. Λέγεται πως το κεφάλι του καλόγερου κοσμούσε το γραφείο του διοικητή της Νέας Ισπανίας στη Σάντα Φε, ωστόσο πολλά χρόνια αργότερα, όταν εκδιώχθηκαν οι Ισπανοί, δε βρέθηκε τίποτα.
   Από τότε η Πόλι Μα, αλλόφρονη, γύριζε τις θάλασσες κουρσεύοντας όποιο χριστιανικό πλοίο συναντούσε είτε εμπορικό είτε πολεμικό σφαγιάζοντας το πλήρωμά του. Κανένας δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της και λένε πως ούτε η θάλασσα δε μπόρεσε να δαμάσει την οργή της, να σβήσει τη φωτιά του μίσους και της εκδίκησης που έκαιγαν τα σωθικά της, ώσπου ένας ανεμοστρόβιλος σήκωσε ψηλά το πλοίο εξαφανίζοντας το.
   Πολλοί μέχρι σήμερα, έχοντας ακούσει το θρύλο του φραγκισκανού καλόγερου, του "Πυρωμένου Σίδερου" των αυτόχθονων, αναζήτησαν το εξαφανισμένο πλοίο, που στο μεταξύ η ανθρώπινη έξαψη και φαντασία είχε γεμίσει τ' αμπάρι του με θησαυρούς αμύθητους. Κανείς δε γνωρίζει αν υπήρξε στ' αλήθεια, αν τσακίστηκε στα βράχια κάποιας απόκρημνης ακτής, αν το κατάπιε ο μαύρος ωκεανός, αν έπεσε στη δίνη του ανεμοστρόβιλου. Και κανείς δε θα μάθει ποτέ. Αυτό άλλωστε δεν είναι ο θρύλος; η αποθέωση της υπέρβασης του ανθρώπινου μέτρου; ή μήπως είναι απλά μια συγκυριακή σύγχυση της Ιστορίας; ή μήπως πάλι είναι η αστερόσκονη που κατακάθεται σε ένα πρόσωπο, τυλίγοντας τη ζωή του, τη δράση του, τους ανθρώπους που τον περιέβαλαν, τα πρόσωπα που αγάπησε, τα πράγματα που άγγιξε και ξαφνικά όλα αυτά σηκώνονται πάνω απ' τη θάλασσα, πάνω απ' το χρόνο, ταξιδεύοντας στην αιωνιότητα;




«μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις»


Από μικρός αγαπούσα τα ταξίδια. Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού μου σκαρφάλωνα στις κορφές των βουνών, απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του σχολειού σεργιάνιζα πάνω απ’ τη θάλασσα. Ποτέ δεν ήμουν ξεκομμένος απ’ τον κόσμο και τους γύρω μου, ίσα ίσα, όμως με έπνιγαν τα όρια της πόλης μου, είχα πάντα τη λαχτάρα να γνωρίσω τον κόσμο. Μεγάλωσα, ταξίδεψα σε πολλά μέρη του κόσμου, όμως η  δίψα αντί να σβήνει φούντωνε. Έμενα με ένα μεγάλο κενό κάθε που επέστρεφα πίσω έως ότου πήρα τη μεγάλη απόφαση. Να αποκτήσω δικό μου καράβι και να εξερευνήσω αχαρτογράφητα νερά. Τώρα θα μου πείτε «υπάρχουν ακόμα ανεξερεύνητοι τόποι κι αχαρτογράφητα μέρη;» Δεν έχουν όλα ανακαλυφθεί όπως κι όλα δεν έχουν ειπωθεί; Σας απαντάω με δυο εικόνες που, όπως λένε κι οι κινέζοι «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις», αν και σε τέτοιες εικόνες δε βγαίνουν καθόλου λόγια από μέσα σου παρά μόνο θλίψη και οργή.

                                   



Πόσες φορές στην ανθρώπινη ιστορία δεν επαναλήφτηκε αυτή η εικόνα; Κι όμως η θάλασσα της φτώχειας έχει χαρτογραφηθεί. Κι όμως η ανθρώπινη αξία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξακολουθούν να καταποντίζονται στα απύθμενα βάθη της ανισότητας, της αδικίας και της εκμετάλλευσης. 
Βιώνουμε ένα σύγχρονο μεσαίωνα και, θαρρώ, πως χρειαζόμαστε τους εξερευνητές του μέλλοντός μας.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

ο ηλίθιος

 Επιλέγω από το σπουδαίο Ντοστογιέφσκι τον "Ηλίθιο" μιας και είναι από τα αγαπημένα μου.

Με λίγα λόγια η υπόθεση του έργου, όπως τη διατυπώνει ο Ανρύ Τρουαγιά στη μελέτη του για τον "Ηλίθιο" και που αποτελεί το οπισθώφυλλο της έκδοσης του Γκοβόστη, είναι η εξής:

"Ο πρίγκιπας Μίσκιν, ένας επιληπτικός, γυρίζει από μια κλινική της Ελβετίας, όπου κάποιος καθηγητής τον είχε φροντίσει από ευσπλαχνία. Είναι ορφανός. Όλη όλη η περιουσία του ένα μπογαλάκι ρούχα. Δεν ξέρει τίποτα απ' τη ζωή. "Βεβαιώθηκα απόλυτα του λέει ο γιατρός πως είστε ένα παιδί, δηλαδή ολότελα παιδί. Μονάχα στο μπόι και στο πρόσωπο μοιάζετε με άντρα, μα στην ανάπτυξη, στην ψυχή, στο χαρακτήρα, ίσως ίσως και στο μυαλό, δεν έχετε ενηλικιωθεί και θα μείνετε έτσι έστω κι αν ζήσετε εξήντα χρόνια".
Αυτό το παιδί των 26 χρόνων, είναι ευγενικός χωρίς δουλοπρέπεια, δειλός, καλός κι απλοικός. Δεν έχει ζήσει. 'Η, τουλάχιστο, δεν έχει ζήσει "εν δράσει". Η ζωή του έχει διαβεί σε εσωτερικές ενατενίσεις. Έχει ταμπουρωθεί έξω από τα κοινωνικά τείχη, έξω από τον κόσμο του "δυο και δυο κάνουν τέσσερα". Κι όταν πέφτει ανάμεσα σ'αυτόν τον κόσμο, μέσα σε τούτη την πολιτεία την κατοικημένη από άρπαγες, απατεώνες, φιλήδονους, παλιάτσους και μέθυσους, φαίνεται σαν παρείσακτος."

 Τολμηροί οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Προκαλούν τη μοίρα τους κι ας τους οδηγεί στην καταστροφή. Κι ας διαισθάνονται αυτήν την καταστροφή. Δεν κάνουν κάτι για να την αποφύγουν.    Ζουν με πάθος, έξω από τα όρια.
 Ο Μίσκιν είναι ειλικρινής, αληθινός, απλός, εύπιστος, έξυπνος, αδέξιος, ένας άγιος άνθρωπος.Αυτή η ακαταμάχητη ειλικρίνεια, η δοτικότητα του απογυμνώνει ένα ένα ξεχωριστά τα πρόσωπα που συναναστρέφεται, τους κάνει να κοιτάξουν μέσα τους οδηγώντας τους σε μια νέα αυτογνωσία. Τους αποσυντονίζει. Τους βγάζει έξω από τα νερά τους. Τους προκαλεί ταραχή. Είναι τόσο ισχυρή η δόνηση του είναι τους που σχεδόν αμέσως τον μισούν αν δεν τον αγαπήσουν.
 Ο Ραγκόζιν είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Άνθρωπος της ζωής και του πάθους. Πάθος αχαλίνωτο που φτάνει στα άκρα.  Τι τον ενώνει με τον πρίγκιπα; αυτό που τους χωρίζει: μια γυναίκα, η Ναστάζια Φιλίποβνα. Με Μίσκιν - Ραγκόζιν αρχίζει η ιστορία, με αυτούς τελειώνει. Και στις δυο περιπτώσεις σημείο αναφοράς τους είναι η Ναστάζια Φιλίποβνα, σε άψυχη φωτογραφία την πρώτη, σαν άψυχο κορμί τη δεύτερη. Κι οι δυο άντρες ξεπερνούν τα όρια για χάρη της. Ο Μίσκιν τα υπερβαίνει  μέσα από τη συμπόνοια. Ο Ραγκόζιν, όπως κι η Ναστάζια Φιλίποβνα μέσα από το δυνατό πάθος.
  Ποια ήταν η παρέα του πρίγκιπα στα 4 χρόνια της Ελβετίας; τα παιδιά. " Ήμουν μαζί τους, παρέα τους κι όλα μου τα τέσσερα χρόνια πέρασαν έτσι. Δε μου χρειαζόταν τίποτε άλλο. Τους τα 'λεγα όλα, δεν τους έκρυβα τίποτε." Γιατί ακριβώς και τα παιδιά ζουν έξω από τα όρια της λογικής των μεγάλων. "Πάντοτε μου 'κανε κατάπληξη σαν σκεφτόμουν πόσο λίγο ξέρουν οι μεγάλοι τα παιδιά- ακόμα κι οι μανάδες και οι πατεράδες τα δικά τους παιδιά".
 Αρκετές είναι οι κοινωνικοπολιτικές και θρησκευτικές αναφορές του Ντοστογιέφσκι που προφητεύει την Οκτωβριανή Επανάσταση: "...αν γίνει αθεϊστής (ο Ρώσος), θ' αρχίσει το δίχως άλλο να απαιτεί το ξερίζωμα της πίστης στο Θεό με τη βία,δηλαδή ακόμα και με το ξίφος......δε γίνονται μονάχα από κακά ματαιόδοξα αισθήματα οι Ρώσοι αθεϊστες μα από πόνο ψυχικό, από ψυχική δίψα, από νοσταλγία για ένα ιδανικό, για μια στέρεη όχθη, για μια πατρίδα που έπαψαν να πιστεύουν σε αυτή γιατί δεν την είχαν γνωρίσει ποτέ. Κι είναι τόσο εύκολο να γίνει αθεϊστης ο Ρώσος. Γίνεται πιο εύκολα από κάθε άλλον στον κόσμο....οι δικοί μας φτάνουν να πιστέψουν στον αθεϊσμό σα να 'ταν μια καινούρια πίστη, ....τόσο μεγάλη είναι η δίψα μας! ... όποιος δεν έχει έδαφος κάτω απ' τα πόδια του, δεν έχει μήτε Θεό".
 Πολλές οι αυτοβιογραφικές αναφορές του συγγραφέα (π.χ. επιληψία, εικονική εκτέλεση), ζωντανοί οι χαρακτήρες των υπόλοιπων προσώπων ξεπετάγονται μέσα από τα σπλάχνα της ρώσικης κοινωνίας της προεπαναστατικής Ρωσίας κι αναλώνονται σε έναν αέναο αλληλοσπαραγμό.



Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

το χέρι


Salvador Dali  «Τhe Hand»

Michelangelo  «Η Δημιουργία του Αδάμ»

              René Magritte --- La lecture defendue

Pablo Picasso «Δυο Γυναίκες Στην Παραλία»


Auguste  Rodin    «Το Χέρι Του Θεού»