Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Κλοσάρ

Τούτα τα πρωινά της Άνοιξης, τελειώματα του Μάη, πάντα ασκούσαν στο Βασίλη μιαν ιδιαίτερη επιρροή. Ίσως να έπαιξαν ρόλο οι ιστορίες που απολάμβανε να ακούει μικρός από τον παππού του, που είχε μεγαλώσει στην Κρήτη, για τους Δροσουλίτες, τις σκιές που, τέτοια εποχή,  προχωρούσαν πάνω στο Φραγκοκάστελο και χάνονταν στη θάλασσα.
Τώρα μεσήλικας πια αλλά καλοδιατηρημένος, ψηλός, αθλητικός, με λεβέντικη περπατησιά απολαμβάνει την πρωινή βόλτα με το σκύλο του, το Βίδα, ένα κατάλευκο Φοξ Τεριέ, λίγο πριν βγει ο ήλιος.
Κάθε πρωί ξυπνά  την ώρα που χαράζει, δίνει ένα τρυφερό φιλί στη Νατάσα, εκείνη  γουργουρίζει νυσταγμένα συνεχίζοντας τον ύπνο της, σηκώνεται, βάζει φόρμα, παπούτσια και βγαίνει με το Βίδα που τον περιμένει ανυπόμονα στην πόρτα.
Καθώς βαδίζει στο πεζοδρόμιο της παραλιακής λεωφόρου, η πρωινή δροσιά του χαϊδεύει το πρόσωπο, ξυπνώντας μια μια τις αισθήσεις απ’ το νυχτερινό τους λήθαργο. Δίπλα τα σκάφη αργοσαλεύουν πάνω σε μια θάλασσα που, ατάραχη, ρουφάει τις βιολέτες τ’ ουρανού.
Παίρνει βαθιά ανάσα και χαμογελά ευτυχισμένος, όπως του χαμογέλασε η τύχη στη ζωή του.
Μια καλή οικογένεια, ένα καλό σπίτι κοντά στη θάλασσα, ωραία αυτοκίνητα, εξέχον στέλεχος μεγάλης φαρμακευτικής εταιρίας, ταξίδια σε όλον τον κόσμο. Αυτόν, το παιδί από φτωχή οικογένεια, που όμως με το πείσμα του, τις σπουδές του, την όρεξη για δουλειά τα κατάφερε. Μόνο του παράπονο που δε ζούσαν οι γονείς του, να τους προσφέρει λίγες ανέσεις στα γεράματά τους, σα μικρή ένδειξη ευγνωμοσύνης προς αυτούς που με χίλιες δυο στερήσεις τον μεγάλωσαν και τον σπούδασαν.
Σιγά σιγά ο ήλιος πιάνει το πινέλο του και χρυσαφίζει τα ψηλά κτίρια απέναντι και τον κεραμιδένιο σκούφο του Δημοτικού Θεάτρου. Αρκετά πιο πέρα τα ξεχασμένα λαμπάκια του Λούνα Παρκ τρεμοπαίζουν παραζαλισμένα από τις χαρούμενες παιδικές φωνές του Σαββατόβραδου.
Η μεγαλούπολη ακόμα κοιμάται τυλιγμένη στην αμέριμνη γαλήνη του κυριακάτικου ξημερώματος. Ούτε το φουριόζικο πήγαινε έλα των πρώτων αυτοκινήτων, ούτε το κορνάρισμα των κακοξυπνημένων, ούτε οι αγουροξυπνημένες καλημέρες, τίποτα, κανένας ήχος, καμιά κίνηση παρά μόνο μια ασπρόμαυρη γάτα που προσπερνάει κατά μήκος του δρόμου το Βασίλη με το Βίδα.
 Ο Βίδας τη βλέπει κι αρχίζει να την κυνηγά τραβώντας το λουρί από το χαλαρό χέρι του Βασίλη. «Βίδα εδώ», γύρνα πίσω» του φωνάζει, όμως το σκυλί διασχίζει τη λεωφόρο ακολουθώντας τη γάτα που περνούσε απέναντι και χωνόταν μέσα σε έναν πράσινο κάδο απορριμμάτων, στο στενό δρομάκι από την ανατολική πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου. Ο Βασίλης πέρασε γρήγορα απέναντι, έπιασε το λουρί και τράβηξε το Βίδα που γρύλιζε ταραγμένος κοιτάζοντας προς τον κάδο. Μέσα ακούγονταν χαρχαλέματα. Πρέπει να ήταν κι άλλες γάτες εκεί. Δεξιά κι αριστερά του κάδου σακούλες ξεσκισμένες με τα σκουπίδια πεταμένα έξω. Συνέχισαν από το στενό δρομάκι και βγήκαν στο πλακόστρωτο, στην πίσω μεριά του κτιρίου όπου υπήρχε ένα αλσύλλιο. «Αλλαγή δρομολογίου για σήμερα» σκέφτηκε ο Βασίλης.
Κάτω από τα δέντρα κοιμόντουσαν τσιγγανόπουλα σε κουρελιασμένες κουβέρτες, ενώ το τοιχίο που περιέκλειε το αλσύλλιο απέναντι από τη μικρή πίσω πόρτα του Θεάτρου ήταν γεμάτο κατσαρολικά, πλαστικά ποτήρια, χυμένα λάδια κι απλωμένες πετσέτες. Μια μυρωδιά ανάκατη από πεύκο, λάδι και κάτουρο αναδυόταν από κει. Διέσχιζαν το πλακόστρωτο, ενώ ο Βίδας κουνούσε τη μουσούδα του μυρίζοντας, έως ότου κοντοστάθηκε στα πόδια μιας τσιγγάνας, που καθόταν σε ένα λεκιασμένο σεντόνι, κατάχαμα, με ακουμπισμένη την πλάτη στο τοιχίο. «Προχώρα!» ακούστηκε χαμηλόφωνα ο Βασίλης τραβώντας το λουρί, ενώ ταυτόχρονα έριχνε μια φευγαλέα ματιά στη γυναίκα. Ένα ηλικιωμένο πρόσωπο, ρυτιδιασμένο, που ξεπρόβαλε από ένα άσπρο, λερωμένο μαντήλι, χαλαρά δεμένο στο κεφάλι, δυο μαυρισμένα, ροζιασμένα χέρια που καθάριζαν ένα μήλο. Σήκωσε  το κεφάλι και τον κοίταξε. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Τράβηξε απότομα το λουρί και έσυρε το Βίδα, που συνέχιζε να μυρίζει μπροστά στα πόδια της.
 Προχώρησε, πέρασε  απέναντι το δρόμο, στα δυτικά του Θεάτρου και συνέχισε τον περίπατό του έχοντας στο μυαλό  την εικόνα της τσιγγάνας. Η ματιά της, βλέμμα ταπεινωμένο, αυτό σκέφτηκε αμέσως, ένα βλέμμα αποδοχής της κατάστασης της, δεν έβγαζε πόνο, θλίψη ή θυμό, έβγαζε ηρεμία και ταπείνωση. Έφτασε στην παραλιακή πλατεία με το συντριβάνι, έλυσε το λουρί του Βίδα κι ο ίδιος κάθισε σε ένα παγκάκι κάτω από τη σκιά μιας κλαίουσας. Κοίταξε προς την παραλιακή λεωφόρο, κανένα αυτοκίνητο. Η θάλασσα αλφαδιασμένο κρύσταλλο στα πόδια τ’ ουρανού. Δε φυσά καθόλου. Η μέρα προβλέπεται ζεστή. Άνοιξε τα χέρια διάπλατα αγκαλιάζοντας την ξύλινη πλάτη και έγειρε πίσω ανασηκώνοντας το κεφάλι προς τον ουρανό. Πεντακάθαρος. Ένιωσε  έναν ξαφνικό πονοκέφαλο, έκλεισε για λίγο τα μάτια, έπειτα κατέβασε το κεφάλι κι αναζήτησε στο γρασίδι το Βίδα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τον βλέπει να βγαίνει έξω από την πλατεία και να κατευθύνεται προς το Δημοτικό Θέατρο. Πετάγεται όρθιος φωνάζοντας του να γυρίσει πίσω. Η απότομη κίνηση τον έκανε να νιώσει μια έντονη ζαλάδα. Πάτησε  σταθερά και πήρε να βαδίζει στα πατήματα του σκύλου του. Ο Βίδας ήδη γυρόφερνε τη γυναίκα που καθόταν πάνω στο λεκιασμένο σεντόνι. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και σταυρωμένα τα χέρια της.
«Βίδα, έλα δω, έλα δω αμέσως» ακούστηκε δυνατή και λαχανιασμένη η φωνή του Βασίλη. Το σκυλί δεν υπάκουσε κι ο Βασίλης σταμάτησε μπροστά στη γυναίκα μουρμουρίζοντας θυμωμένα. «Φύγε από κει, έλα δω!» του ξανάπε με χαμηλωμένη φωνή και σκύβοντας έκανε κίνηση να τον πιάσει.
Εκείνη την ώρα η γυναίκα ανασήκωνε αργά το κεφάλι.  Ο Βασίλης την κοίταξε και, σα να τον χτύπησε ρεύμα, τινάχτηκε δυο μέτρα πίσω πέφτοντας κάτω. «Διάολε!» ψέλλισε σαστισμένος την ώρα που σηκωνόταν. Του φάνηκε πως είδε τη Νατάσα, τη γυναίκα του, καθισμένη κατάχαμα στο λερωμένο σεντόνι.
«Τι στο διάολο γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε κρατώντας το κεφάλι του, ενώ την ίδια ώρα ο Βίδας έτρεχε στον πράσινο κάδο στο στενό δρομάκι.
«Έλα δω!» του φώναξε με δυνατή, κοφτή φωνή έτοιμος να τον ακολουθήσει. Προχώρησε λίγο. Κοντοστάθηκε. Έκανε να γυρίσει πίσω μα με μια απότομη αποστροφή του κεφαλιού του, σα να ’διωχνε μιαν ανόητη σκέψη, προχώρησε προς το στενό δρομάκι.
 Ο Βίδας, δίπλα στον κάδο γάβγιζε δυνατά και χοροπηδούσε ολόκληρος, ενώ  ακούγονταν πάλι χαρχαλέματα. Μια σκούρα μάζα ξεπρόβαλλε κάποιες στιγμές και ξαναχωνόταν μέσα. Δεν έμοιαζε με γάτα ούτε με σκύλο.
«Ήρεμα, ήρεμα, αγόρι μου!» Ο Βασίλης πλησίασε διστακτικά στον κάδο προσπαθώντας να διακρίνει τι ήταν αυτό που αναστάτωνε τόσο πολύ το Βίδα κι αργοσάλευε στον κάδο. Τέντωσε το κεφάλι να δει. Άνθρωπος ήταν, ένας άνθρωπος χωμένος στα σκουπίδια, σα γάτα, που έψαχνε στις σακούλες. Ο Βασίλης ταράχτηκε κι έκανε ένα βήμα πίσω.
«Πάμε, Βίδα, έλα πάμε!» το σκυλί όμως εξακολουθούσε να γαβγίζει δυνατά και να ξύνει με τα δυο του πόδια τον κάδο.
Η ανθρώπινη σκούρα μάζα σηκώθηκε όρθια και έστρεψε το κεφάλι προς το Βασίλη. Ο ήλιος είχε ξεπροβάλει, χιμούσε πάνω στο κρύσταλλο της θάλασσας, από κει σκαρφάλωνε στα ανατολικά παράθυρα του Δημοτικού Θεάτρου και διαχεόταν πάνω στο τσαλακωμένο πρόσωπο, που κοιτούσε με γουρλωμένα, πεταγμένα έξω σχεδόν μάτια, το Βασίλη.
Εκείνος κάτι πήγε να πει, δεν του έβγαινε όμως λέξη. Ένας κόμπος, που όλο και μεγάλωνε, του τύλιγε το λαιμό κάνοντας τον να δακρύζει. Κάθε του ανάσα ήταν μούγκρισμα. Άρχισε να υποχωρεί εξακολουθώντας να έχει καρφωμένα τα μάτια  στη μορφή που ξεπρόβαλε από τον κάδο, στη δική του μορφή, ήταν ο ίδιος, ένα τρεμάμενο είδωλο του εαυτού του, σαν την αντανάκλαση του νερού πάνω σε ένα τοίχο. Κοίταζε δεξιά αριστερά μην ξέροντας προς τα πού να πάει. Ένιωθε τα μηλίγγια του να καίνε, τα πόδια με δυσκολία τον κρατούσαν όρθιο. Άρχισε να προχωρά προς την παραλιακή λεωφόρο, που έσφυζε από κίνηση. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα παρά εκατοντάδες κάδοι απορριμμάτων, που περνούσαν πάνω κάτω με μεγάλη ταχύτητα, μεταλλικοί, πλαστικοί, πράσινοι, μπλε, κίτρινοι, μαύροι. Όλοι με ανοιχτά τα καπάκια μετέφεραν ανθρώπους. Από μπροστά του πέρασε ένας πράσινος κάδος που μέσα του ξεχώριζε ένα κεφαλάκι. Ένα κοριτσάκι έχασκε χαμογελαστό, ενώ τα μακριά μαύρα μαλλιά του ανέμιζαν σα σημαιούλα. Από το αντίθετο ρέμα ακούστηκαν βιαστικές φωνές: «Γεια σου Βασίληηηη!»
Ο Βασίλης μες στη σαστιμάρα του ίσα που πρόλαβε να διακρίνει μέσα σε έναν μπλε κάδο, έναν άντρα περιστοιχισμένο από δυο γυναίκες. «Ο Κυριάκος» σκέφτηκε, «ο κολλητός φίλος, ο συμφοιτητής, ο συνάδελφος». Ακούστηκε μια διαπεραστική κόρνα. Ήταν ένα λευκό απορριμματοφόρο. Κι άλλο ένα, πορτοκαλί, από την άλλη μεριά. Ο Βασίλης ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεκολλήσει το κεφάλι από τη θέση του. Το έστριβε δεξιά αριστερά, λες κι έτσι θα έβαζε σε τάξη το θολωμένο του μυαλό. Δεξιά, ξανά αριστερά. Στο βάθος διέκρινε την πανοραμική ρόδα από το Λούνα Παρκ να γυρίζει αργά. Ξεχώριζαν από μακριά τα  βαγόνια της που ήταν μικροί πολύχρωμοι κάδοι απορριμμάτων.  Ένα πνιχτό γέλιο βγήκε από μέσα του κι υποχωρώντας γύρισε πίσω προσπαθώντας να φτάσει στο τοιχίο  για να καθίσει. Ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή θα σωριαστεί. Στάθηκε δίπλα στη γυναίκα, την κοίταξε, ήταν ξανά η γυναίκα του, η Νατάσα, που καθάριζε σκυφτή, με χέρια σκασμένα, ένα μήλο. Ένας λυγμός βγήκε από μέσα του και σωριάστηκε παραδίπλα.
Δεν πάει πολλή ώρα που έχει ανοίξει τα μάτια του. Δίπλα η Νατάσα κοιμάται  έχοντας ακουμπισμένο το κεφάλι της στον ώμο του. Ακούει την  ανάσα της βαριά. Της σκεπάζει το χέρι που προεξέχει από τη βρώμικη κουβέρτα κι εκείνη γουργουρίζει νυσταγμένα, ανοιγοκλείνει το στόμα και συνεχίζει να βαριανασαίνει. Νιώθει ήρεμος όπως κάθε φορά που βρίσκεται δίπλα της. Από τα φοιτητικά τους χρόνια μαζί, πανέμορφη, με τα γαλαζοπράσινα διαπεραστικά μάτια της που, όταν τα πρωτόδε, γύρισε ολόκληρος ο κόσμος ανάποδα. Όλα αυτά τα χρόνια είναι η πηγή της ενέργειας του, το κίνητρο για ό, τι έχει πετύχει στη ζωή του. Εκείνη πάντα κοντά του στις μεγάλες αποφάσεις της ζωής τους, ακόμα και τώρα, στα δύσκολα,  που όλα χάθηκαν, η δουλειά, το σπίτι, τα αυτοκίνητα, τα ταξίδια, αυτό είναι που τον πονάει πιο πολύ, να τη βλέπει σκυθρωπή, αμίλητη, με μάτια θολά, με πρόσωπο βυθισμένο σε μιαν απέραντη θλίψη, τα ξανθά της μαλλιά παραχωμένα σε ένα άσπρο, λερωμένο μαντήλι. Δεν αντέχει να τη βλέπει έτσι. «Να πας κι εσύ στην αδελφή σου». «Δε μπορούμε να την επιβαρύνουμε κι άλλο. Έχει τα ζόρια της, μου αρκεί που πήρε μαζί της το παιδί. Κι αυτό μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε. Δε σε αφήνω μόνο σου». «Το τι θα κάνουμε θα το κοιτάξω εγώ, εσύ αυτό που έχεις να κοιτάξεις είναι να μην πάθεις τίποτα εδώ.»
Δεν αντέχει να τη βλέπει σ’ αυτό το χάλι. Κάθε μέρα της λέει τα ίδια. Φαίνεται να την πείθει σιγά σιγά. Το ξέρει καλά πως δε θέλει να τον αφήσει μόνο του από φόβο μην κάνει καμιά τρέλα. Όμως ο αργός θάνατος του είναι να ζει μακριά από την κορούλα του, τη Νεφέλη, και να βλέπει τη γυναίκα του μέσα στην απόλυτη εξαθλίωση να αργοσβήνει. Τώρα που ο κόσμος ολόκληρος γύρισε πραγματικά ανάποδα  μόνο η Νατάσα και η Νεφέλη είναι που τον κρατάνε ακόμα όρθιο.
 Κάτι πρέπει να σκεφτεί. Ό, τι βοήθεια ήταν να ζητήσει από γνωστούς, συγγενείς και φίλους το έκανε, όσες πόρτες και να χτύπησε δουλειά δε βρήκε. Ποιος θα θελήσει να πάρει και μάλιστα σε τέτοιες εποχές άγριας ανεργίας κάποιον στην ηλικία του; Πώς μπορεί να ξαναρχίσει τη ζωή του από το μηδέν τώρα στα πενήντα του; Η μόνη λύση που βλέπει είναι να στείλει τη Νατάσα στην αδελφή της κι ο ίδιος να κατέβει στην Κρήτη. Δεν έχει εκεί ούτε γνωστούς ούτε περιουσία. Πούλησε ο παππούς ό, τι είχε όταν ανέβηκε στην Αθήνα. Θυμήθηκε τους Δροσουλίτες. Σα σκιά πάνω στο κάστρο μιας ενδοξότερης ζωής θα περιφέρεται ντροπιασμένος και ταπεινωμένος, όμως όλο και κάποιο μεροκάματο θα κάνει μέσα στο καλοκαίρι. Δε γίνεται να τον εγκατέλειψε τελείως η τύχη του. Η τύχη! αυτή που του έστρωνε χαλί σε όλη του τη ζωή, δε μπορεί να το τράβηξε έτσι ξαφνικά κάτω από τα πόδια του. Νιώθει να τον κυριεύει θυμός και το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Μια φράση δονεί τα μηλίγγια του: «δεν ήταν τύχη!»
Πώς άλλαξε έτσι ξαφνικά η ζωή του;  Πώς μπορεί να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη; Πώς κόβεται το νήμα μιας ομαλής συνέχειας χωρίς να συμβεί κάτι συνταρακτικό, ένας πόλεμος, ένα φοβερό φυσικό φαινόμενο; Αργό βασανιστήριο η αλλαγή σε σιγοκαψαλίζει δίχως να το καταλαβαίνεις κι όταν πια το καταλάβεις έχουν καεί τα χρόνια σου, τα όνειρά σου, όλα όσα πέτυχες, όλα όσα κατάφερες. Όταν το συνειδητοποιήσεις αργοσαλεύεις πια χωρίς να μπορείς να αλλάξεις κάτι.
Όχι δεν άλλαξε ξαφνικά η ζωή του, αργά και σταθερά άλλαζε, σε δόσεις, λίγο λίγο, μα ξαφνικά το κατάλαβε, όταν ήταν πια αργά να αντιδράσει. Το χαλί σιγοκαιγόταν από κάτω κι αυτός αμέριμνος καθόταν αναπαυτικά κι απολάμβανε τη ζεστασιά του μέχρι που πήρε φωτιά ο κώλος του και πάσχιζε να κρυφτεί απ’ την ντροπή του! Δεν ήταν θέμα τύχης! Θέλει τέχνη να υφάνεις το χαλί!
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η ανθρώπινη κουστωδία κάποιου μεγαλόσχημου που ξεπήδησε από τη μικρή πόρτα του Δημοτικού Θεάτρου. Όλοι φορούσαν κοστούμια. Κάποιος απ’ αυτούς, ένας ψιλόλιγνος, με πρόσωπο ξερακιανό, κατευθύνθηκε προς το μέρος του Βασίλη, ενώ ένας άλλος κολλούσε δίπλα στην πόρτα μιαν αφίσα για κάποια μουσική εκδήλωση του Δήμου.
«Άντε, μαζέψτε τα, γιατί σε λίγο θα έρθουν τα συνεργεία να ξεφορτώσουν μηχανήματα!»
Ο Βασίλης τον κοίταξε στα μάτια δίχως να αποκριθεί. Στη συνέχεια, ο ψιλόλιγνος κατευθύνθηκε σε έναν υπάλληλο του Θεάτρου που έκλεινε τη μικρή πόρτα και κάτι του είπε δείχνοντας προς το αλσύλλιο. Έπειτα ακολούθησε κι αυτός την κουστωδία.
Ο Βασίλης σηκώθηκε να ξεμουδιάσει και κατευθύνθηκε προς τον κάδο της ανατολικής πλευράς. Είναι μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Μέσα στον κάδο ο Βίδας παλεύει λυσσαλέα με μια ασπρόμαυρη γάτα που τόλμησε να εισβάλει στο χώρο του, ενώ στην παραλιακή λεωφόρο αυτοκίνητα και κάδοι πηγαινοέρχονται αδιάκοπα.
                                                                                                 
                                                                                                            Γιώργος  Γρηγοράκης

Το διήγημα "Κλοσάρ" πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Λογοτεχνικό Ταξίδι" και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "ένα ταξίδι ...αλλιώς" από τις εκδόσεις Σαΐτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου